Νέα έρευνα που διεξήχθη από επιστήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες ανακάλυψε μια περιοχή του ανθρώπινου γονιδιώματος που συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας σε άνδρες. Αυτή είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται ένας γενετικός παράγοντας κινδύνου για τη συγκεκριμένη πάθηση, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για νέες θεραπείες για τα άτομα που δεν ανταποκρίνονται στις υφιστάμενες θεραπείες.
Η στυτική δυσλειτουργία, η οποία περιγράφεται ως η αδυναμία ενός άνδρα να έχει επαρκή στύση κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, αποτελεί μια διαδεδομένη παθολογική κατάσταση στον μέσο και τρίτο άνδρα ηλικίας. Θεωρείται ότι η εμφάνισή της μπορεί να οφείλεται σε ποικίλους παράγοντες, όπως νευρολογικές, ψυχολογικές, ορμονικές και αγγειακές διαταραχές. Αν και υπάρχουν ήδη ορισμένες θεραπείες που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές, δεν όλοι οι άνδρες ανταποκρίνονται σε αυτές.
Οι επιστήμονες υποψιάζονται εδώ και καιρό ότι το πρόβλημα της στυτικής δυσλειτουργίας έχει γενετικές αιτίες, αλλά μέχρι σήμερα δεν είχαν εντοπίσει κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο που να συσχετίζεται με το πρόβλημα. Ωστόσο, η νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Ηνωμένων Πολιτειών (PNAS), δείχνει ότι υπάρχει μια γενετική περιοχή κοντά στο γονίδιο SIM1, η οποία συσχετίζεται σημαντικά με την εμφάνιση της στυτικής δυσλειτουργίας. Οι άνδρες που έχουν αυτόν τον γενετικό παράγοντα στο DNA τους έχουν αύξηση 26% στον κίνδυνο εμφάνισης της συγκεκριμένης πάθησης, ανεξαρτήτως άλλων παραγόντων όπως η παχυσαρκία.
Το γονίδιο SIM1 είναι γνωστό ότι διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στον έλεγχο του βάρους και της σεξουαλικής λειτουργίας. Η περιοχή του γονιδιώματος που συσχετίζεται με τη στυτική δυσλειτουργία δεν είναι το ίδιο με το γονίδιο αυτό αλλά αλληλεπιδρά μαζί του. Αυτή η ανακάλυψη ανοίγει νέους δρόμους για τον προσδιορισμό των μηχανισμών που οδηγούν στην εμφάνιση της στυτικής δυσλειτουργίας και πιθανώς θα οδηγήσει στην ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Συνολικά, οι ευρήματα αυτής της έρευνας ανοίγουν νέες προοπτικές για τον κατανοητότερο και αποτελεσματικότερο προσδιορισμό των αιτιών της στυτικής δυσλειτουργίας και την ανάπτυξη νέων θεραπειών για όσους αντιμετωπίζουν το πρόβλημα.