Απόδημοί σε ένα ή περισσότερα αλλεργιογόνα εμφανίζουν περισσότερα από τα τέσσερα παιδιά στα δέκα και ένας στους τέσσερις ενήλικες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη αλλεργιών που μπορεί να είναι από ήπιες έως απειλητικές για τη ζωή. Οι αλλεργίες προκύπτουν όταν το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά έντονα σε μια ουσία που συνήθως είναι ασφαλής. Έτσι, προκαλούνται αλλεργικές αντιδράσεις, κατά τις οποίες ενεργοποιούνται ανοσολογικοί και φλεγμονώδεις μηχανισμοί για να αντιμετωπίσουν αυτή την ουσία, που ονομάζεται αλλεργιογόνο ή αντιγόνο. Οι αλλεργικές αντιδράσεις χωρίζονται σε τέσσερις τύπους, με τον τύπο 1 να είναι ο πιο συνηθισμένος. Κατά την αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου 1, ο οργανισμός υπερπαράγει την ανοσοσφαιρίνη IgE για να προσκολληθεί στο αλλεργιογόνο που τον ενοχλεί. Η IgE διατίθεται σε διάφορους υποτύπους ανάλογα με το αλλεργιογόνο. Οι αλλεργικές αντιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν μετά την επαφή με το αλλεργιογόνο σε 15-20 λεπτά, αν και υπάρχουν και περιπτώσεις που τα συμπτώματα εμφανίζονται σε 10-12 ώρες.
Η ευαισθητοποίηση του οργανισμού προκύπτει όταν το αμυντικό σύστημα αναγνωρίζει το αλλεργιογόνο και παράγει τα αντισώματα IgE για να το καταπολεμήσει. Κατά τη φάση αυτή, ο ασθενής δεν έχει συμπτώματα καθώς το ανοσοποιητικό παράγει τα αντισώματα σε μικρές ποσότητες. Στην επόμενη επαφή με το αλλεργιογόνο, το ανοσοποιητικό αναγνωρίζει αμέσως αυτό το αντιγόνο και παράγει γρηγορότερα την εξειδικευμένη IgE. Όταν το αλλεργιογόνο έρχεται σε επαφή με αυτά τα αντισώματα, προκαλείται μια αλληλουχία βιολογικών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ισταμίνης που προκαλεί τα χαρακτηριστικά συμπτώματα αλλεργίας.
Ο ρόλος της ανοσοσφαιρίνης IgE συνδέεται με διάφορους τύπους αλλεργιών, όπως τροφικές, ζωικές, περιβαλλοντικές, ατοπικές, φαρμακευτικές και συστηματικές αντιδράσεις. Η μέτρηση των επιπέδων IgE με αίματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση αλλεργιών και για τον προσδιορισμό του αλλεργιογόνου. Ωστόσο, η αύξηση της IgE μπορεί να προκαλείται από διαφορετικούς παράγοντες, όπως η κατανάλωση αλκοόλ, παρασιτικές λοιμώξεις ή αυτοάνοσες παθήσεις.
Για τον λόγο αυτό, οι γιατροί μπορεί να συστήσουν περαιτέρω εξετάσεις πριν θέσουν την οριστική διάγνωση μιας αλλεργικής αντίδρασης. Η μέτρηση της IgE είναι ένας απλός τρόπος για να εξεταστεί αν μια αλλεργία εμφανίζεται και αναδεικνύει το είδος του αλλεργιογόνου. Είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες πριν θέσουμε την οριστική διάγνωση.
Συνεπώς, η ανοσοσφαιρίνη IgE παίζει κρίσιμο ρόλο στις αλλεργικές αντιδράσεις και η μέτρηση των επιπέδων της μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση και προσδιορισμό των αλλεργιογόνων.