Κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε έναν θάνατο στο περιβάλλον μας, ένα από τα πολλά ερωτήματα που μας απασχολούν είναι το: “Πώς θα πειράξουμε τα παιδιά;”. Και όταν ανοίγει αυτός ο διάλογος μέσα μας, πολλά ακόμα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα: “Πρέπει να τους ενημερώσουμε; Πώς θα το κάνουμε; Θα τα αφήσουμε να παρευρεθούν στην κηδεία; Μήπως φοβούνται; Μήπως θλιβούνται; Μήπως πληγωθούν;”. Είναι σαν να αντιμετωπίζουμε τα παιδιά σαν ευάλωτα όντα που χρειάζονται την προστασία μας.
Στην άποψή μου, υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Πρώτον, η κληρονομιά. Στην ελληνική κοινωνία, έχουμε ένα μεγάλο έλλειμμα στη διαχείριση και έκφραση των συναισθημάτων μας. Έχουμε κληροδοτηθεί με την ιδέα ότι τα συναισθήματά μας είναι απλά θετικά ή αρνητικά. Με άλλα λόγια, θεωρούμε τη χαρά, την αγάπη και τον έρωτα θετικά συναισθήματα και τη λύπη, τον θυμό και τον πόνο αρνητικά. Έτσι, έχουμε την τάση να προτιμούμε τα θετικά και να αποφεύγουμε τα αρνητικά. Είμαστε άβολοι και δυσκολευόμαστε να κλάψουμε μπροστά σε άλλους. Ωστόσο, αν σκεφτούμε πόσο απελπιστικά απελευθερωτικό μπορεί να είναι το κλάμα σε στιγμές δυσκολίας, θα καταλάβουμε την αξία του. Αυτή η αντίφαση μας κάνει να φοβόμαστε ότι το πένθος θα προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα στα παιδιά μας.
Δεύτερον, υπάρχει η ανάγκη μας να μην βιώσουμε την αναστάτωση που μπορεί να μας προκαλέσει ένα παιδί σε πένθος. Τρίτον, υπάρχει η πεποίθηση μας ότι τα παιδιά είναι ευάλωτα και όχι αυτόνομα όντα που βρίσκονται σε διαδικασία ανάπτυξης. Ως γονείς, έχουμε την τάση να προτιμούμε να τα προστατεύουμε από την ομορφιά και τη σκληρότητα της ζωής, απαντώντας στα ερωτήματά τους. Θέλουμε να είμαστε φίλτρα για να ελέγχουμε τι βλέπουν, τι μαθαίνουν και τι αισθάνονται για το θάνατο, καθώς πιστεύουμε ότι εμείς είμαστε υπεύθυνοι να τους διδάξουμε για τη ζωή και επομένως πιστεύουμε ότι είναι πολύ μικρά για να μάθουν για το θάνατο.
Τέλος, υπάρχει η άρνησή μας. Στην ελληνική κοινωνία, παρατηρούμε μια έντονη άρνηση του θανάτου. Ο άνθρωπος φοβάται το άγνωστο του θανάτου, είναι μόνος του και φοβάται ότι δεν θα προλάβει να κάνει όσα έχει επιθυμήσει. Έτσι, αποφεύγει να αντιμετωπίσει το θέμα του θανάτου. Δεν τίθεται καν σε συζήτηση, και όταν τίθεται, κάποιος πιθανότατα θα αναφέρει: “Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αυτό το θέμα;” Αυτή η άρνηση μας οδηγεί στην αποξένωση από τον καθιερωμένο τρόπο αντιμετώπισης του θανάτου. Σήμερα, παρατηρούμε ότι οι νεκροί δεν “ξενυχτούν” στο σπίτι όπως συνέβαινε παλιότερα στην ελληνική κοινωνία.
Αν κάνουμε μια βόλτα σε διάφορες κοινωνίες, θα δούμε ότι κάθε μια έχει αναπτύξει έναν δικό της τρόπο να αντιμετωπίζει το θάνατο. Αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί τα νεκρικά έθιμα έχουν θεραπευτική αξία. Στην Ελλάδα, το βασικό νεκρικό έθιμο είναι η κηδεία. Η κηδεία, η φροντίδα του νεκρού, είναι η τελευταία μας επαφή μαζί του, που μας βοηθά να αναλογιστούμε την αξία που είχε στη ζωή μας, να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας και να αποδεχθούμε τον θάνατο του. Όταν δεν δίνουμε στα παιδιά μας την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε αυτά τα έθιμα, τους στερούμε τη δυνατότητα να αποχαιρετήσουν το αγαπημένο πρόσωπο που χάσανε. Τα οδηγούμε σε απομόνωση με αναπάντητα ερωτήματα και εγκλωβισμένα συναισθήματα. Θυμηθείτε ότι το πένθος δεν είναι μόνο μια διανοητική αλλά κυρίως μια συναισθηματική διαδικασία, που είναι επώδυνη αλλά απαραίτητη. Για να μπορέσει κανείς να αποδεχθεί την απώλεια και να προχωρήσει, πρέπει να επιτρέψει στον εαυτό του να βιώσει τον πόνο που προκαλείται από αυτήν την απώλεια. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα παιδιά. Αν πιστεύουμε ότι τα παιδιά είναι μέλη της κοινωνίας μας και ενήλικες του αύριο, τότε πρέπει να διευκολύνουμε και να υποστηρίζουμε τη συμμετοχή τους στα νεκρικά έθιμα.
Πηγή