Την περίοδο των αρχών του 1994, η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε ένα βαθύτατο τούνελ. Ο παραγωγικός ιστός της χώρας ήταν σε επικίνδυνη πτώση, ενώ η ανεργία είχε υπερβεί το 14%, καθώς και το δημοσιονομικό έλλειμμα διαρκώς αυξανόταν. Αυτό που εξέπεμπε, ωστόσο, μια αρκετά αποθαρρυντική εικόνα ήταν οι συνεχιζόμενες προσλήψεις στον δημόσιο τομέα… Στις 7 Ιανουαρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω του αντιπροέδρου της, Χένιγκ Κριστόφερσεν, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Η πρότασή της προς την ελληνική κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε μόλις τρεις μήνες στην εξουσία, είχε αυστηρότητα και ως επισήμανση, διαπιστώνοντας ότι η συμφωνία του 1990 για την πρόσληψη ενός υπαλλήλου για κάθε δύο που αποχωρούσαν δεν είχε εφαρμοστεί από την Ελλάδα. Η περιορισμένη αύξηση των προσλήψεων στον δημόσιο τομέα ήταν ένας κεντρικός όρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας εκείνης της εποχής, η οποία είχε δεσμευθεί να παράσχει ένα ακόμη δάνειο στη χώρα μας τον Μάρτιο του 1990. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου, ο ευρωπαίος αξιωματούχος παρακάλεσε τον Υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Γεννηματά, να παγώσει τις προσλήψεις, προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία κατά την εφαρμογή του προγράμματος σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας με αυτές των κοινοτικών χωρών, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπέρανε ότι το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν τόσο η πτώση των δημοσίων εσόδων και η φοροδιαφυγή, όσο η υπερβολική αύξηση των δαπανών, που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο το ήδη τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας μας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρούσε ότι το μέρος των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για το 1994 ήταν υπερβολικά υψηλό, ενώ παράλληλα πίστευε ότι οι προβλέψεις για αύξηση των εσόδων ήταν ανεδαφικές και υπερβολικά αισιόδοξες και – όπως συνέβη πέρυσι – φέτος θα υπήρχε μια ακόμη μεγαλύτερη απόκλιση. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ, σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του ΑΝΤ1, αναφέρει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένει από την Ελλάδα ένα μήνυμα αξιοπιστίας σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και ότι δεν ζητεί από την Ελλάδα να επιτύχει αμέσως όλους τους στόχους του Μάαστριχτ, αλλά να ξεκινήσει κάποια στιγμή τη διαδικασία ανάκαμψης.