Η ενδομητρίωση αποτελεί μια επώδυνη πάθηση με χαρακτηριστικά χρόνιας φλεγμονής. Είναι μία από τις πιο συχνές γυναικολογικές παθήσεις στην αναπαραγωγική ηλικία, επηρεάζοντας περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού, ενώ στις υπογόνιμες γυναίκες το ποσοστό αυξάνεται σε 30-50%. Η διάγνωση συνήθως καθυστερεί λόγω της δυσκολίας στην αναγνώριση των συμπτωμάτων. Η ενδομητρίωση έχει σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή των ασθενών, όσο και στην ψυχική τους ισορροπία. Η οικονομική επιβάρυνση στις Ηνωμένες Πολιτείες υπολογίζεται στα 49 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η ενδομητρίωση είναι η πάθηση όπου ενδομητρικός ιστός που είναι ευαίσθητος στην επίδραση οιστρογόνων βρίσκεται εκτός της ενδομητρικής κοιλότητας και η διάγνωση επιβεβαιώνεται μέσω βιοψίας. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για την προέλευση της ενδομητρίωσης. Υπάρχουν τρεις τύποι ενδομητρίωσης: οι επιφανειακές εστίες ενδομητρίωσης (15-50%), οι κύστεις ενδομητρίωσης (έως 45%) και η περιοδοντή ενδομητρίωση (περίπου 20%).
Τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης μπορεί να περιλαμβάνουν έντονους πόνους κατά τη διάρκεια της περιόδου (δυσμηνόρροια). Χαρακτηριστικά για την ενδομητρίωση, η δυσμηνόρροια είναι ιδιαίτερα έντονη και συνήθως εμφανίζεται αρκετά χρόνια μετά την έναρξη της περιόδου. Πολλές γυναίκες αναφέρουν μια συνεχή οξύνουσα άλγη στην κοιλιακή περιοχή, που δεν οφείλεται σε άλλα νοσολογικά φαινόμενα. Ο πόνος κατά τη διάρκεια της επαφής, γνωστός και ως δυσπαρευνία, είναι ένα σημαντικό σύμπτωμα της νόσου. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν επίσης επίπονες κινήσεις του εντέρου, πόνο κατά την ούρηση και ένταση στην επιθυμία της απόβλησης. Συχνά, οι γυναίκες με ενδομητρίωση μπορεί να έχουν κύστεις στις ωοθήκες, που σε αυτήν την περίπτωση ονομάζονται ενδομητριώματα και σε σημαντικό ποσοστό προκαλούν υπογονιμότητα. Η ενδομητρίωση θεωρείται ότι επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργία των σαλπίγγων, της ποιότητας των ωαρίων, της γονιμοποίησης και της εμφύτευσης του εμβρύου. Το 50% των ασθενών με αυτήν τη νόσο θα χρειαστεί εξωσωματική γονιμοποίηση για να μπορέσει να κυοφορήσει. Έχουν επίσης εντοπιστεί στοιχεία που δείχνουν ότι η ενδομητρίωση επηρεάζει τις αποθέσεις ωοθηκών. Τα επίπεδα των δεικτών AMH, των μικρών ωοθυλακίων και της Inhibin B, που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της γονιμότητας, είναι μειωμένα σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Η διάγνωση της ενδομητρίωσης θέτεται με βάση τον αναλυτικό ιατρικό ιστορικό της ασθενούς. Ένας λεπτομερής υπερηχογράφος έλεγχος μπορεί να εντοπίσει εστίες ενδομητρίωσης και σε άλλα όργανα από έμπειρους ιατρούς. Η αιματολογική εξέταση για τον καρκινοενδεκτικό δείκτη Ca-125 αποτελεί ένα χρήσιμο επιπλέον εργαλείο. Επίσης, η μαγνητική τομογραφία αποτελεί μια τεχνική διάγνωσης που χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις. Η επιβεβαίωση της νόσου γίνεται μέσω λαπαροσκοπίας και λήψης ιστών για ιστολογική εξέταση – βιοψία.
Η αφαίρεση των ενδομητριωσικών κυστών (μεγαλύτερων από 4 εκατοστά) γίνεται χειρουργικά μέσω λαπαροσκοπίας. Δυστυχώς, αυτή η επέμβαση έχει αρνητικές επιπτώσεις, ακόμα και από έμπειρους χειρουργούς, όπως τη μείωση των αποθεμάτων ωοθηκών μετά την επέμβαση. Έχει επίσης παρατηρηθεί στατιστικά σημαντική επανεμφάνιση της νόσου, κατά περίπου 20% σε 2 χρόνια και 40% σε 5 χρόνια.
Η κρυοσυντήρηση ωαρίων, που στο παρελθόν ήταν μια λύση για επιλεγμένα περιστατικά, όπως η διατήρηση της γονιμότητας πριν την έναρξη αντικαρκινικής αγωγής ή η ανεπάρκεια σπέρματος κατά την ημέρα της ωοληψίας σε κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης, έχει δείξει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά επιτυχίας μετά την απόψυξη των ωαρίων. Τα ποσοστά επιτυχίας κυμαίνονται από 35% έως 65%. Συμπληρωματικά, έχει διαπιστωθεί ότι η κρυοσυντήρηση ωαρίων είναι εξίσου αποτελεσματική με τα φρέσκα ωάρια και δεν αυξάνει τον κίνδυνο για γενετικές ή χρωμοσωμιακές ανωμαλίες. Έτσι, χιλιάδες γυναίκες επιλέγουν την κρυοσυντήρηση ωαρίων για κοινωνικούς ή ιατρικούς λόγους. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με ενδομητρίωση έχουν μεγαλύτερο αριθμό και καλύτερη ποιότητα ωαρίων, ιδανικά εάν υποβληθούν σε συλλογή ωαρίων σε ηλικία μικρότερη των 37 ετών και πριν από χειρουργική επέμβαση για την αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης. Η ενδομητρίωση αποτελεί μία πάθηση που συνδέεται άμεσα με την υπογονιμότητα. Επομένως, οι γυναίκες που επιθυμούν να κυοφορήσουν στο μέλλον πρέπει να ενημερώνονται από τους γιατρούς τους για τις επιπτώσεις της νόσου και για τη δυνατότητα κρυοσυντήρησης ωαρίων όταν διαγνωστούν με ενδομητρίωση, πριν από την χειρουργική επέμβαση.