Το βιολοντσέλο, γνωστό και ως τσέλο, είναι ένα από τα πιο εκπληκτικά μουσικά όργανα της οικογένειας του βιολιού. Παρουσιάζει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα), όπως και τα άλλα έγχορδα της συμφωνικής ορχήστρας, με τη διαφορά ότι είναι κουρδισμένο μία οκτάβα χαμηλότερα από τη βιόλα. Είναι απαραίτητο σε δεκάδες μουσικές συνθέσεις, είτε στη μουσική δωματίου όπως τα κουαρτέτα εγχόρδων, είτε στη συμφωνική ορχήστρα. Η ιταλική ονομασία του οργάνου, βιολοντσέλο, έχει γίνει αποδεκτή παγκοσμίως. Αποδίδει την έννοια του μικρού βιολίου, δηλαδή του μικρού κοντραμπάσου. Το μέγεθος του βιολοντσέλου το καθιστά αδύνατο να τοποθετηθεί κάτω από το σαγόνι του μουσικού όπως το βιολί ή η βιόλα. Ομοίως, είναι πολύ μικρό για να παιχτεί όρθια όπως το κοντραμπάσο. Επομένως, απαιτείται να παίζεται από καθιστή θέση, όπως φαίνεται καλύτερα όταν μια συμφωνική ορχήστρα ερμηνεύει τον Εθνικό Ύμνο. Ο τσελίστας κρατάει το όργανο ανάμεσα στα πόδια του και το στηρίζει στο έδαφος με μία ρυθμιζόμενη μεταλλική ράβδο. Με το ένα χέρι αυξομειώνει το μήκος των παλλόμενων χορδών, επηρεάζοντας έτσι τη χαμηλότητα των παιγμένων ήχων, ενώ με το άλλο χειρίζεται το τσιμπάρι ή το δοξάρι, παράγοντας τις νότες με την τεχνική του πιτσικάτο. Ένα ανέκδοτο που συνδέεται με το βιολοντσέλο αναφέρεται σε έναν αδέξιο τσελίστα. Ένας μαέστρος απευθύνεται σε μία ανεπαρκή tσελίστρια και της λέει: “Κυρία, έχετε συντροφιά στα πόδια σας ένα όργανο που μπορεί να φέρει χαρά σε χιλιάδες ανθρώπους και εσείς το μεταχειρίζεστε απλώς ως σκρατσάρισμα!”. Αυτό το ανέκδοτο απόδοθηκε είτε στον Αρτούρο Τοσκανίνι, είτε στον Τόμας Μπίτσαμ.
Το βιολοντσέλο προέρχεται από τη βυζαντινή λύρα, όπως και τα άλλα έγχορδα με δοξάρι. Ο άμεσος πρόδρομος του βιολοντσέλου είναι η βιόλα ντα γκάμπα. Η εξέλιξη του οργάνου επηρεάστηκε σημαντικά από ιταλούς οργανοποιούς όπως οι Stradivari, Amati και Guarneri. Κυρίως κατασκευάζεται από ξύλο, αλλά στη σύγχρονη εποχή υπάρχουν βιολοντσέλα από αλουμίνιο και ανθρακονήματα. Οι χορδές του οργάνου είναι συνθετικές ή μεταλλικές, ενώ οι εντέρινες χορδές είναι πλέον σπάνιες. Το βιολοντσέλο παράγει έναν εκφραστικό, πλούσιο και τραγουδιστό ήχο, που βρίσκεται πιο κοντά στην ανθρώπινη φωνή σε σύγκριση με τα άλλα έγχορδα. Για πολλούς αιώνες, οι συνθέτες το χρησιμοποίησαν κυρίως για να υποστηρίξει τη μελωδία του βιολιού με τις χαμηλές του νότες. Αργότερα, οι συνθέτες ανακάλυψαν την ομορφιά του ήχου του και το βιολοντσέλο άρχισε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε έργα όπως οι σονάτες και τα κοντσέρτα. Αυτό συνέβη κατά την εποχή του ύστερου μπαρόκ, με τον Johann Sebastian Bach να γράφει το πρώτο μεγάλο έργο για βιολοντσέλο, τις “Έξι σουίτες για τσέλο”. Σημαντικά έργα για βιολοντσέλο έχουν συνθέσει επίσης οι Antonín Dvořák, Pyotr Ilyich Tchaikovsky, Joseph Haydn, Johannes Brahms, Claude Debussy, David Elgar, και Robert Schumann. Στην ελληνική μουσική, συνθέτες όπως ο Κωνσταντίνος Κυδωνιάτης και ο Νίκος Σκαλκώτας έχουν δημιουργήσει εξαιρετικά έργα για βιολοντσέλο.
Υπέροχες στιγμές του βιολοντσέλου περιλαμβάνονται σε συνθέσεις όπως “Η Θάλασσα” του Claude Debussy, “Εισαγωγή στο Γουλιέλμο Τέλλο” του Gioachino Rossini και “Δον Κιχώτης” του Richard Strauss. Εξαιρετικοί σολίστες του βιολοντσέλου περιλαμβάνουν τους Luigi Boccherini, Jacques Offenbach, Arturo Toscanini, Pablo Casals, Mstislav Rostropovich, Paul Tortelier και Jacqueline du Pré. Κάποιοι σημαντικοί σύγχρονοι αστέρες του οργάνου περιλαμβάνουν τους Mischa Maisky, Yo-Yo Ma και Steven Isserlis. Παρατηρείται ότι οι τσελίστες είναι συνήθως φιλικοί και ευδιάθετοι, μιας και έχουν καθημερινό άγγιγμα με αυτό το όμορφο όργανο. Παρόλο που το βιολοντσέλο σπανίως χρησιμοποιείται στη λαϊκή μουσική, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 οι Beatles, οι Electric Light Orchestra, οι Pink Floyd και οι Genesis του έδωσαν καθοριστικό ρόλο σε ορισμένα από τα τραγούδια τους. Σε συνδυασμό με τους Apocalyptica, ένα συγκρότημα χέβι-μέταλ από τη Φιλανδία με τέσσερους τσελίστες που παίζουν όρθιοι, μπορούμε να δούμε ότι το βιολοντσέλο μπορεί να είναι ευέλικτο και να προσαρμοστεί σε διάφορα μουσικά είδη.