Ένα νέο επιστημονικόέδωσε πρόσφατα μια νέα διάσταση στη σχέση μεταξύ του βάρους γέννησης ενός μωρού και της ψυχικής υγείας του καθώς αυτό μεγαλώνει. Ενώ οι περισσότεροι γονείς ανησυχούν για τη σωστή διατροφή και τον ύπνο του μωρού τους, η νέα έρευνα αναφέρει ότι ίσως πρέπει να δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στο βάρος της γέννησης τους.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου RCSI University of Medicine and Health Sciences διαπίστωσαν ότι τα μωρά που γεννήθηκαν με μεγαλύτερο βάρος είχαν μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης ψυχολογικών προβλημάτων κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας τους. Παρατήρησαν ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας και συμπεριφοράς εμφανίστηκαν συχνότερα σε παιδιά που γεννήθηκαν με χαμηλότερο βάρος από το μέσο όρο των 3,4 κιλών.
Αυτά τα ευρήματα μπορούν να βοηθήσουν τους γιατρούς να προβλέπουν και να αντιμετωπίζουν πιο αποτελεσματικά τις περιπτώσεις παιδιών που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για ψυχικά προβλήματα. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία των προβλημάτων ψυχικής υγείας είναι κρίσιμη, και το βάρος γέννησης μπορεί να αποτελέσει ένα καθοριστικό κριτήριο για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων.
Οι ερευνητές εξέτασαν χιλιάδες παιδιά στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας τους και παρατήρησαν ότι οι περισσότερες περιπτώσεις προβλημάτων ψυχικής υγείας συνδέονταν με την παρορμητικότητα και την υπερκινητικότητα, που σχετίζονται συχνότερα με την Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).
Η έρευνα αποκάλυψε ότι για κάθε κιλό λιγότερο από το μέσο βάρος γέννησης, υπήρχε 2% αυξημένος κίνδυνος για την εμφάνιση προβλημάτων ψυχικής υγείας. Αυτά τα ευρήματα μας δίνουν μια νέα προοπτική και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση της πρόληψης και θεραπείας των προβλημάτων ψυχικής υγείας στην παιδική ηλικία.
Συνολικά, αυτή η έρευνα αναδεικνύει τη σημασία του βάρους γέννησης στην ψυχική υγεία του μωρού καθώς μεγαλώνει. Με την αύξηση της ευαισθητοποίησης για αυτήν την πτυχή, οι γιατροί θα μπορούν να παρέχουν καλύτερη πρόληψη και θεραπεία για τα παιδιά που είναι πιο ευάλωτα σε ψυχολογικά προβλήματα.