Ο ἰός τῆς ιλαράς ξεπροβάλλει και πάλι στην Ελλάδα, απειλώντας κάποιες περιοχές της χώρας. Η νόσος αυτή, που γνωρίζεται και ως “ξεχασμένη παιδική νόσος”, έχει προκαλέσει επιδημία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση. Προς το παρόν, έχουν καταγραφεί πέντε κρούσματα στην Κρήτη και τη Θεσσαλονίκη, όλα άτομα που δεν είχαν εμβολιαστεί. Οι επιστημονικές και υγειονομικές αρχές είναι σε επιφυλακή και επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την εξάπλωση της νόσου, καθώς ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε ορισμένες περιοχές της χώρας.
Για να αντιμετωπιστεί η επιδημία και να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης, ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) έχει θέσει σε εφαρμογή πολλά μέτρα. Προτεραιότητα αποτελεί η ενίσχυση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού. Ωστόσο, παρατηρείται πως υπάρχουν “νησίδες” ανεμβολίαστων ατόμων σε ορισμένες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας, της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Για αυτόν τον λόγο, οι αρμόδιες αρχές επικεντρώνονται σε αυτές τις περιοχές, προκειμένου να προληφθεί η εξάπλωση της νόσου.
Σημαντικός παράγοντας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ιλαράς είναι η υψηλή εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού. Κατά την περίοδο 2020-2021, το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 90%. Ωστόσο, για να επιτευχθεί η αναστολή της μετάδοσης του ιού, απαιτείται ποσοστό 95%. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αυξηθεί η εμβολιαστική κάλυψη, ειδικά σε πληθυσμιακές ομάδες με αυξημένο κίνδυνο, όπως οι ενήλικες.
Ωστόσο, η καταγραφή των εμβολιασμών στην Ελλάδα παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες. Παρά το γεγονός ότι προβλέπεται η ηλεκτρονική καταγραφή των εμβολίων, το Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμών εμπλουτίζεται με αργό ρυθμό. Επιπλέον, οι επίσημοι αριθμοί δεν είναι ακόμα διαθέσιμοι για να δούμε την πλήρη εικόνα της εμβολιαστικής κάλυψης στην χώρα. Η ακριβής γνώση για την κάλυψη αυτή είναι σημαντική, καθώς βοηθά στην ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών υγείας και τον προγραμματισμό του εμβολιασμού γενικότερα.
Για να αποτραπεί η επιδημία και να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης, η συνεργασία μεταξύ των επιστημονικών αρχών, των δημοτικών αρχών και των Ιατρικών Συλλόγων είναι αναγκαία. Επιπλέον, ο εμβολιασμός των ευπαθών ομάδων, όπως οι Ρομά και το υγειονομικό προσωπικό, πρέπει να έχει προτεραιότητα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να περιορίσουμε την εξάπλωση της ιλαράς και να προστατεύσουμε τη δημόσια υγεία.