Το φαινόμενο της υπογεννητικότητας συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την Ελλάδα, με τις γεννήσεις να βρίσκονται σε συνεχή πτώση. Αυτό είναι το συμπέρασμα του τελευταίου τεύχους της σειράς «Flash News», ενός ψηφιακού δελτίου που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του Ερευνητικού Προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα». Ο καθηγητής και επιστημονικός υπεύθυνος Βύρων Κοτζαμάνης αναφέρει ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί από τη δεκαετία του 1980 και συνεχίζει να επιδεινώνεται, με αρνητικές επιπτώσεις στον πληθυσμό.
Ο αριθμός των γεννήσεων ξεκίνησε να μειώνεται από το 1980 και η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Το 1991-2000 καταγράφηκαν 980.000 γεννήσεις, ενώ το 2011-2020 μειώθηκαν στις 920.000. Η παρούσα πανδημία έχει επιδράσει ακόμη περισσότερο, με τις γεννήσεις να μειώνονται κατά 10% το 2022 σε σύγκριση με το 2021. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι η υπογεννητικότητα συνεχίζει να είναι μια διαρκής τάση στην Ελλάδα.
Οι μεταβολές στη γονιμότητα και στην ηλικία της γονιμοποίησης είναι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τις γεννήσεις. Οι γυναίκες γεννηθείσες μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έχουν μειώσει σημαντικά τον αριθμό των παιδιών που αποκτούν και τα κάνουν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία. Αυτή η τάση είναι προφανής και σε νεότερες γενιές, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της γεννητικότητας. Επιπλέον, ο αριθμός των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία μειώνεται ραγδαία.
Η επόμενη δεκαετία θα είναι κρίσιμη για την εξέλιξη των γεννήσεων και των θανάτων. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο αριθμός των θανάτων θα αυξηθεί δραματικά, καθώς ο πληθυσμός των 65 ετών και άνω αυξάνει ταχύτατα. Αν και οι πιθανότητες θανάτου μειωθούν, ο αριθμός των θανάτων αναμένεται να φτάσει τα 3,5 εκατομμύρια από το 2023 έως το 2050.
Ωστόσο, η κατάσταση με τις γεννήσεις είναι ακόμη πιο ανησυχητική. Σε ένα αισιόδοξο σενάριο, με αργή αύξηση της γονιμότητας και ελαφρά μείωση της μέσης ηλικίας για την απόκτηση παιδιών, οι γεννήσεις αναμένεται να φτάσουν μόλις τα 2 εκατομμύρια και το φυσικό ισοζύγιο να είναι αρνητικό κατά 1,4 εκατομμύρια. Υπό άλλες πιθανές συνθήκες, η υπογεννητικότητα θα παραμείνει χαμηλή και το φυσικό ισοζύγιο θα είναι αρνητικό κατά 1,15 εκατομμύρια.
Η κατάσταση αυτή επιβεβαιώνει την ανάγκη για μεταναστευτικό ισοζύγιο που θα μπορέσει να αντισταθμίσει τη μείωση του πληθυσμού. Η είσοδος νέων μεταναστών, ειδικά νέων ατόμων, μπορεί να επιβραδύνει τη μείωση των γονιμών ηλικιών και να ενισχύσει τον πληθυσμό. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει τη σύντομη επιστροφή των νέων μεταναστών και την ορθή ένταξή τους, καθώς και τη διατήρηση της εργατικής ηλικίας του πληθυσμού.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει σοβαρές δημογραφικές προκλήσεις. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτεί στρατηγικές για την προώθηση της γονιμότητας και τη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την απόκτηση παιδιών. Επίσης, απαιτείται η ενίσχυση του μεταναστευτικού ισοζυγίου με την άφιξη νέων ατόμων που θα μπορούν να συνεισφέρουν στον πληθυσμό και στην οικονομία της χώρας. Μόνο με ολοκληρωμένη προσέγγιση μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την κρίση και να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του ελληνικού πληθυσμού στο μέλλον.