Ένας νέος κίνδυνος για την υπέρταση έχει προκύψει από πρόσφατες ερευνητικές μελέτες. Ενώ παλαιότερα νόσημα που αφορούσε κυρίως ενήλικες άνω των 60 ετών, τώρα φαίνεται ότι τα ποσοστά υψηλής αρτηριακής πίεσης συνεχώς αυξάνονται σε νεότερες ηλικίες, από τα 20 έως τα 44 έτη. Μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό «Hypertension Research» αναφέρει ότι η υψηλή αρτηριακή πίεση σε μεσήλικες μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας. Η μελέτη βασίστηκε σε στοιχεία 1.279 ατόμων ηλικίας 21 έως 95 ετών που είχαν διαγνωστεί με υπέρταση και έδειξε ότι το 28% των ατόμων ηλικίας 47-53 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο άνοιας. Επιπλέον, περίπου το 40% όλων των συμμετεχόντων, ανεξαρτήτως ηλικίας, διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν τα ιατρικά δεδομένα των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη και παρατήρησαν ότι η υπέρταση στη μέση ηλικία αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης της άνοιας σε μεταγενέστερη ηλικία. Ωστόσο, λόγω της καθυστέρησης του εγκεφαλικού νόσηματος η οποία απαιτεί 10 ή 15 χρόνια για να εμφανιστεί και να διαγνωστεί κλινικά, ο κίνδυνος μειώνεται.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η θεραπεία της υπέρτασης, με φάρμακα και άλλες μεθόδους, είναι η μοναδική παρέμβαση που μπορεί να επιβραδύνει ή να σταματήσει την εξέλιξη των αγγειακών βλαβών του εγκεφάλου σε υπερτασικούς ασθενείς. Ωστόσο, αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί ασθενείς δεν λαμβάνουν καμία θεραπεία λόγω αγνοίας ή έλλειψης ελέγχου της αρτηριακής πίεσης. Επομένως, οι γιατροί πρέπει να προσδώσουν μεγαλύτερη σημασία στην έγκαιρη ανίχνευση και έλεγχο της υπέρτασης, καθώς και στην βελτίωση της θεραπείας της.
Ο εγκέφαλος αποτελεί ένα από τα όργανα-στόχους της υπέρτασης, μαζί με τα νεφρά και την καρδιά. Ωστόσο, η αξιολόγηση του εγκεφάλου απαρατήρητη πολλές φορές, ενώ το 30% των υπερτασικών ασθενών αναπτύσσουν εγκεφαλική βλάβη. Η άνοια είναι μία ανίατη ασθένεια με εκθετική ανάπτυξη και η αγγειακή νόσος αποτελεί τον κύριο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνισή της σε περισσότερο από το 90% των περιπτώσεων. Επομένως, η υπέρταση αποτελεί τον προσαρμόσιμο παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη άνοιας.
Για να παρακολουθούν κανονικά την καρδιαγγειακή εξέλιξη των υπερτασικών ασθενών, οι γιατροί πρέπει να περιλαμβάνουν τον εγκέφαλο στην κλινική αξιολόγηση. Ένας απλός τρόπος για αυτό είναι η γνωστική αξιολόγηση με χρήση νευροψυχολογικών τεστ. Επιπλέον, πρέπει να δοθεί έμφαση στην έγκαιρη ανίχνευση και θεραπεία της υπέρτασης. Με την κατάλληλη παρέμβαση και πρόληψη, μπορούμε να μειώσουμε τον ρίσκο εμφάνισης άνοιας σε μελλοντικό στάδιο της ζωής μας.