Τα αποτελέσματα μίας πρόσφατης μελέτης υποδεικνύουν ότι οι κόκκινοι σκίουροι μπορεί να μετέδωσαν τη λέπρα στους ανθρώπους. Η λέπρα είναι μία από τις παλαιότερες γνωστές μολυσματικές ασθένειες, προκαλούμενη από το βακτήριο Mycobacterium leprae. Παρόλο που οι περισσότερες περιπτώσεις σήμερα εντοπίζονται στη νοτιοανατολική Ασία και αντιμετωπίζονται επιτυχώς με αντιβιοτικά, η λέπρα ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην μεσαιωνική Αγγλία. Ωστόσο, δεν είχε γίνει ακόμη σαφές ποιος ήταν ο ρόλος των ζώων στη μετάδοση της ασθένειας.
Η επικεφαλής της μελέτης, Βερένα Σούνεμαν από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, αναφέρει ότι δεν είναι γνωστό εάν οι σκίουροι μετέδωσαν τη λέπρα στους ανθρώπους ή αντίστροφα. Ωστόσο, τα βακτήρια που εντοπίστηκαν στα οστά μεσαιωνικών σκίουρων από την Αγγλία συσχετίζονται με εκείνα που βρέθηκαν σε ανθρώπινα οστά της ίδιας περιόδου και περιοχής. Αυτό το εύρημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς καταρρίπτει τη θεωρία ότι η λέπρα μόλυνε μόνο τους ανθρώπους. Οι ερευνητές εντόπισαν ένα κοινό στέλεχος λέπρας σε όλα τα δείγματα, προσδείκνυοντας την ύπαρξη μετάδοσης της ασθένειας μεταξύ ανθρώπων και σκίουρων.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε δείγματα από τρία άτομα που ζούσαν στο Γουίντσεστερ πριν από 900 έως 600 χρόνια. Αντίστοιχα, εξετάστηκε και ένας σκίουρος, των οστά του βρέθηκαν σε έναν λάκκο με γουναρικά. Η επιλογή του Γουίντσεστερ ως τοποθεσίας ήταν λόγω του ότι ήταν μία σημαντική πόλη εκείνη την εποχή και διέθετε λεπροκομείο, ενώ πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν με την πώληση γουναρικών. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε η δυνατότητα να βρεθούν λείψανα τόσο ανθρώπου όσο και σκίουρου από εκείνη την εποχή. Οι ερευνητές εντόπισαν παρόμοιο στέλεχος λέπρας σε όλα τα δείγματα, δίνοντας έτσι ενδείξεις για την ύπαρξη μετάδοσης της ασθένειας από τους σκίουρους στους ανθρώπους.
Σχετικά με τον τρόπο μετάδοσης, η Δρ. Σάρα Ίνσκιπ από το Πανεπιστήμιο του Λέστερ αναφέρει ότι υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Ένας παράγοντας πιθανώς να είναι το εμπόριο γουναρικών. Η μελέτη αναφέρει ότι μόνο το 1384, εισήχθησαν στην Αγγλία 377.200 κομμάτια δέρματος σκίουρου από τη Σκανδιναβία και άλλα μέρη. Επιπλέον, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν τους σκίουρους ως κατοικίδια, παρέχοντας έτσι μια άλλη πιθανότητα επαφής μεταξύ ζώου και ανθρώπου. Η ερευνήτρια υποστηρίζει ότι και οι δύο μηχανισμοί μπορούν να ισχύουν και δεν αποκλείονται αμοιβαία. Αυτή η μελέτη είναι σημαντική και για την τρέχουσα κατάσταση της λέπρας, καθώς παρέχει προτάσεις για πιθανούς παράγοντες μετάδοσης της ασθένειας. Ίσως θα πρέπει να εξεταστούν τα ζώα που ζουν κοντά στις κοινότητες που πάσχουν από λέπρα σήμερα. Μπορεί να ανακαλύψουμε ότι ορισμένα από αυτά τα ζώα φέρουν τα συγκεκριμένα βακτήρια και αυτός να είναι ο λόγος για τον οποίο η ασθένεια εξακολουθεί να επικρατεί. Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό “Current Biology”.