Ο Θερμαϊκός Κόλπος μετατρέπεται σε έναν πραγματικό «θερμαϊκό κόλπο» καθώς νέα επιστημονική έρευνα αποκαλύπτει την ύπαρξη καυσωνικών θερμοκρασιών στη θάλασσά του. Αυτό το φαινόμενο περιλαμβάνει υπερβολικά υψηλές θερμοκρασίες του θαλάσσιου νερού σε σύγκριση με τις συνηθισμένες, με σοβαρές συνέπειες για τη θαλάσσια ζωή. Σύμφωνα με μια νέα ωκεανογραφική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Journal of Marine Science and Engineering”, οι καυσωνικές θερμοκρασίες επηρεάζουν όχι μόνο την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά και ολόκληρη τη στήλη του νερού, ιδίως στα πιο ρηχά τμήματα του κόλπου.
Οι υψηλότερες θερμοκρασίες στον Θερμαϊκό Κόλπο παρατηρήθηκαν το 2021 και το 2023, τα οποία ήταν επίσης τα πιο ζεστά καλοκαίρια της περιοχής. Αυτό είχε σοβαρές επιπτώσεις σε περιβαλλοντικούς και κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες, όπως οι μυδοκαλλιέργειες. Η έρευνα αναφέρει επίσης ότι οι καυσωνικές θερμοκρασίες έχουν σημαντικές βιοχημικές επιπτώσεις, προκαλώντας μαζική θνησιμότητα σε σημαντικά είδη και επηρεάζοντας την υδατοκαλλιέργεια, την αλιεία, τον τουρισμό και την ανθρώπινη υγεία.
Παράλληλα με τις θερμοκρασίες, παρατηρείται και αύξηση της αλατότητας στον Θερμαϊκό Κόλπο. Αυτό σχετίζεται με τις υψηλές θερμοκρασίες και τις πιθανές αλλαγές στα μοτίβα βροχοπτώσεων και τις ροές απορροής των ποταμών. Οι αλλαγές αυτές μπορεί επίσης να έχουν αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα, την αποδοτικότητα της χρήσης των πόρων και την παραγωγικότητα, ιδίως στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.
Οι επιστήμονες προτείνουν ορισμένα μέτρα για την προστασία του Θερμαϊκού Κόλπου και τη διατήρηση του ανθεκτικού οικοσυστήματός του. Αυτά περιλαμβάνουν την εγκατάσταση ενός εκτεταμένου δικτύου παρακολούθησης του Θερμαϊκού, την ανίχνευση και παρατήρηση των ανθρωπογενών παραγόντων που δημιουργούν ένταση, την εισαγωγή ενισχυμένων μέτρων προστασίας και την υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογιών. Επιπλέον, προτείνεται η δημιουργία επιτηρητικού οργάνου που θα συμβάλει στην καλύτερη διακυβέρνηση και λήψη μέτρων για τη διασφάλιση βιώσιμων λύσεων. Τέτοιες πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον είναι ζωτικής σημασίας για την ανθεκτικότητα της περιοχής και τη διατήρηση των υπηρεσιών του οικοσυστήματος στο μέλλον.
Η έρευνα περιλάμβανε έντεκα ερευνητές, συμπεριλαμβανομένων των καθηγητών Γιάννη Ανδρουλιδάκη, Χρήστου Μακρή και Γιάννη Κρεστενίτη από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καθώς και της Κατερίνας Κομπιάδου από το Πανεπιστήμιο του Algarve.