Η συγκοπή είναι ένα προσωρινό επεισόδιο απώλειας συνείδησης που συνήθως οδηγεί σε πτώση. Η αρχή και η ανάκαμψή της είναι γρήγορες και αυτόματες. Ο μηχανισμός που την προκαλεί είναι μια περαστική έλλειψη αίματος προς τον εγκέφαλο. Η εκτίμηση ενός ασθενούς με συγκοπή πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερή ανάλυση του ιστορικού, κλινική εξέταση, μέτρηση της ορθοστατικής αρτηριακής πίεσης και ηλεκτροκαρδιογραφία.
Τρία ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν κατά την αρχική εκτίμηση είναι:
1. Είναι η απώλεια συνείδησης πραγματικά συγκοπή;
2. Υπάρχουν στοιχεία από το ιστορικό που υποδηλώνουν συγκοπή;
3. Υπάρχει υποκείμενη καρδιακή νόσος;
Η συγκοπή αρχικά ταξινομείται αιτιολογικά ως εξής: κάθε συγκοπή σχετίζεται με προσωρινή έλλειψη αίματος στον εγκέφαλο, η οποία οδηγεί στην απώλεια συνείδησης. Αυτή η έλλειψη αίματος είναι αυτή που διαχωρίζει τη συγκοπή από άλλες καταστάσεις απώλειας συνείδησης που δεν σχετίζονται με έλλειψη αίματος. Υπάρχουν πολλές διαταραχές που μπορούν να μιμηθούν συγκοπή, αλλά δεν συμβαίνει πραγματικά έλλειψη αίματος στον εγκέφαλο.
Η αξιολόγηση της συγκοπής μπορεί να οδηγήσει σε συγκεκριμένη διάγνωση, η οποία μπορεί να απαιτεί θεραπεία. Σε άλλες περιπτώσεις, η αξιολόγηση μπορεί να προκαλέσει υποψία για μια διάγνωση που απαιτεί περαιτέρω έλεγχο. Η ύπαρξη καρδιακής νόσου στην αρχική αξιολόγηση είναι ένας ισχυρός προγνωστικός δείκτης για συγκοπή καρδιακής αιτιολογίας, αλλά δεν είναι απόλυτα ειδικός. Η περαιτέρω αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει εξετάσεις όπως το καρδιολογικό έλεγχο με χρήση υπερηχοκαρδιογραφίας, stress echo, ηλεκτροφυσιολογική μελέτη ή/και παρακολούθηση ρυθμού με εμφυτεύσιμο καταγραφέα.
Σε περιπτώσεις που η αιτία της συγκοπής παραμένει ανεξήγητη, προτείνεται επαναξιολόγηση με την συμμετοχή άλλων ειδικοτήτων. Η αύξηση του κινδύνου αρρυθμιών και θνητότητας σε ασθενείς με υποκείμενη καρδιακή νόσο καθιστά απαραίτητη την εξειδικευμένη αξιολόγηση και τη θεραπεία.
Όταν οι καρδιολόγοι απαντούν σε αυτά τα ερωτήματα, μπορούν να βρουν τα κλειδιά για την επιτυχημένη αποκωδικοποίηση ενός προσωρινού προβλήματος. Η σωστή διάγνωση και η θεραπεία μπορούν να έχουν ουσιαστική επίδραση στην ποιότητα ζωής και την ανακούφιση των ασθενών με συγκοπή.