Η τελευταία φράση που ακούγεται από τη Ρουθ Γουλφ προτού αποφασίσει να αυτοκτονήσει είναι “Είμαι γιατρός”. Αυτή είναι η φράση που επαναλαμβάνει κατά τη διάρκεια του έργου και καθορίζει την αποστολή, τη χαρά και την αγωνία της. Ο ρόλος της ως γιατρού σημαίνει ότι δεν την ενδιαφέρει το χρώμα του δέρματος, οι πολιτικές πεποιθήσεις ή οι προτιμήσεις του ασθενούς. Ως γιατρός, η Ρουθ θα προστατεύσει την Έμιλι, μια δεκατετράχρονη που πεθαίνει από σήψη μετά από μια αυτοσχέδια άμβλωση, απαγορεύοντας στον ιερέα να μπει στο δωμάτιό της. Ωστόσο, ο ιερέας πιστεύει ότι πρέπει να προσφέρει στην Έμιλι τη μετάληψη για να ανακουφίσει την ψυχή της
Το έργο ξεκινά υποσχόμενα, αλλά στην πορεία υποκύπτει σε φλυαρία και χάνει την αίσθηση του δράματος. Η Ρουθ υπερισχύει, ο ιερέας απομακρύνεται, και οι γιατροί διχάζονται σχετικά με την προσέγγιση της διευθύντριάς τους. Το περιστατικό γίνεται γνωστό και ξεσπάει ένα σκάνδαλο. Οι θρησκευτικές οργανώσεις την κατηγορούν για ασέβεια, ενώ οι εβραϊκές οργανώσεις την υποστηρίζουν. Ερωτήματα γύρω από την καταγωγή, τη θέση της στην άμβλωση και τις προκαταλήψεις της ανακύπτουν. Η Ρουθ σύντομα γίνεται θύμα της “cancel culture” και χάνει όλα όσα έχει επιτύχει
Ο συγγραφέας, χωρίς να αγιοποιεί την Ρουθ, τίθεται κριτικά έναντι των πολιτικών της ταυτότητας. Ερωτήματα προκύπτουν γύρω από την αναγκαιότητα των ταυτοτήτων και το πώς επηρεάζουν τις κοινωνίες. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι αμφιλεγόμενες, καθώς ο χειρισμός της αποστασίας μερικές φορές φαίνεται τεχνητός. Το έργο περιλαμβάνει πολλά κοινωνικά θέματα και ίσως θέλει να κάνει περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει ο θεατής
Παρ’ όλα αυτά, οι πρωταγωνιστές δίνουν δυνατές ερμηνείες και οι προκλήσεις γύρω από το φύλο και το χρώμα των ηθοποιών είναι ενδιαφέρουσες. Ωστόσο, η αποστασιοποίηση και η πληθώρα των θεμάτων μπορεί να αποπροσανατολίσουν το κοινό και να καταλήξει να χάσει την αίσθηση του δράματος.