Της αποχαιρετισμός μας στον Δημήτρη
Στη γειτονιά της Λυκαβηττού και Σκουφά, εξακολουθώ να μυρίζω τα βότανα από το τσάι που μου πρόσφερε. Αναπολώ εκείνη την ημέρα, όταν είχα πάει στο σπίτι του για να κάνω μια συνέντευξη με τη γυναίκα του, Νταϊάνα Χάας, για τον Καβάφη. “Θέλετε κάτι από εμένα;”, με ρώτησε ο Δημήτρης καθώς έφερε το τσάι και αποσύρθηκε. Τότε του είχα υποσχεθεί ότι θα τα ξαναπούμε μετά το Πάσχα, για να συζητήσουμε για την Αθήνα και τα πολιτικά, για φίλους που έφυγαν. Ωστόσο, το τηλεφώνημα που ήρθε από το σπίτι του λίγο μετά το Πάσχα άλλαξε τα πάντα. “Ο Δημήτρης πέθανε ανήμερα του Πάσχα”, μου είπαν. Η γυναίκα του, οι παιδιοί του, τον άφησαν στο Ευαγγελισμό, αλλά η ανακοπή δεν μπόρεσε να αποτραπεί. Αλλά ας σας πω για ποιον Δημήτρη μιλάω. Οι καλλιτέχνες τον γνώριζαν με το επώνυμο του, Διαμαντόπουλος. Ο μεγάλος ζωγράφος Γ.Π.Σαββίδης τον είχε επαινέσει για τα έργα του. “Ανακάλυψα ξανά, πρόσφατα, αυτούς τους πίνακές του (…) απεικόνιζαν τοπία της Κορινθίας, της Αχαΐας, με τρόπο που δεν έχω ξαναδεί από άλλους γνωστούς ζωγράφους μας”, έγραψε ο Σαββίδης. “Ο Διαμαντόπουλος ήταν το γέννημα και θρέμμα αυτής της ευλογημένης παραθαλάσσιας περιοχής στο Μοριά”, πρόσθεσε, απεικονίζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο Δημήτρης ζωγράφιζε τοπία που είχαν την αύρα των ποιητικών συνθέσεων του Σικελιανού, όπως το “Θαλερό”. “Αρχικά ερωτεύτηκα τη ζωγραφική του και έπειτα τον ίδιο”, θα γράψει ο αναγνωρισμένος μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όσο για εμένα, γίνεται το αντίθετο. Τον γνώρισα στο “Δαίδαλμα”, στη γωνία της Σκουφά και της Λυκαβηττού. Μεταξύ δαχτυλιδιών, βραχιολιών, μανικετόκουμπων και κομπολογιών, όλα φτιαγμένα από τα δικά του χέρια. Στο μικρό δωματιάκι, ένας μεγάλος ξύλινος πάγκος με τα σημάδια του χρόνου. Εργαλεία για μπρούτζο, χαλκό, αλπακά, αλλά και μεταξένια κορδόνια για τα κοσμήματα και τα κεχριμπάρια. Και κρεμασμένα στις γωνίες, έργα από γυάλινες φιάλες. Έργα τέχνης που εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια των 6 χρόνων που ζούσε με τη Νταϊάνα στη Νέα Υόρκη. Α! και ένα ράφι με καπνιστές καπνούς. Τα τελευταία χρόνια, ο Δημήτρης αρχίσε να σκαλίζει ξύλινες ρίζες και να φτιάχνει πίπες. Περισσότερο τις χάριζε σε φίλους παρά να τις πουλήσει. Έχω κι εγώ μία πίπα που έφτιαξε με τα χέρια του, αν και ποτέ δεν κάπνισα καπνό με αυτή. Όταν τα μάτια του κούραζαν από τη λεπτοδουλειά, με το μεσημεριανό διάλειμμα, συναντούσε τους φίλους του στις καρέκλες του Φίλιου. Τον Δίτσα, τον Ανδριώτη, τον Κουμανταρόπουλο, τον Κουτσουκέλη, τον Παπαγγελόπουλο, την Έλλη Λεπτουργού. Έδινε χώρο στον Τζούμα, τον Κοτανίδη, τον Παπαστάθη από τα γειτονικά τραπεζάκια – όλοι τώρα απών. Μαζί με τον Γραμματικάκη και τον Δεληβοριά, πείραζαν τον Δημήτρη για όλα αυτά τα “άνοστα” φαγητά που μας προσέφερε να γευματίσουμε. Όμως, τώρα τελείωσαν οι πειραγμένες κουβέντες, τελείωσαν και τα μοναδικά έργα τέχνης που δημιουργούσε στο μαγαζί. “Οφίλησε το φινέτσατο ντύσιμο με πράσινο πολύτιμο μετάξι. Γεμάτο με ροδές ρουμπίνια, μαργαριτάρια βρύσες, αμέθυστους μενεξέδες. Όπως αυτός τα επέλεγε (…) “, γράφει ο Κ. Καβάφης. Ήταν σαν να είχε διαβάσει το μυστικό μάτι του ποιητή και να είχε εισβάλει στο μικρό υπόγειο στη Λυκαβηττό. Στην γωνία του Δημήτρη. Όπου οι φίλοι του πλέον δεν θα περάσουν για να μην δουν πόσο άδεια έχει γίνει.