Η Μάχη των Βασιλικών αποτέλεσε μια πρωτοφανής επιτυχία για την Ελληνική Επανάσταση κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών του Αγώνα. Η νίκη των επαναστατών απέναντι στους τούρκους στην περιοχή των Βασιλικών της Λοκρίδας στις 26 Αυγούστου 1821, ασφάλισε την εμπόδιση του μεγαλύτερου ασκέρι του Μπεϊράν Πασά να εισβάλει στην Πελοπόννησο και έδωσε τη δυνατότητα στους Πελοποννήσιους επαναστάτες να συνεχίσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.
Μετά τις συνεχόμενες αποτυχίες του Ομέρ Βρυώνη στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, ο Σουλτάνος είχε οργανώσει μια νέα εκστρατεία με σκοπό να καταστείλει την επανάσταση, όχι μόνο στην περιοχή αλλά και στην Πελοπόννησο. Ο ηγεμονικός ρόλος ανατέθηκε στον Μπεϊράν Πασά, έναν πολεμιστή που είχε καταπνίξει τις τοπικές επαναστατικές εστίες στη Μακεδονία. Με έναν στρατό 8.000 ανδρών, ιππικού και πυροβολικού, στρατοπέδευσε στο Ζητούνι για να προετοιμαστεί για την εκστρατεία. Μαζί του είχε τους υποστηρικτές Χατζή Μπεκίρ, Μεμίς και Σαχίν Αλί.
Στα μέσα του Αυγούστου, ο αξιωματικός Γιάννης Ξύκης, γνωστός και ως Δυοβουνιώτης, ενημερώθηκε για τις κινήσεις των Τούρκων και άμεσα το ανακοίνωσε στους υπόλοιπους αξιωματικούς της περιοχής. Ένα στρατηγικό συμβούλιο έγινε στο Εργίνι της Μενδενίτσας, όπου είχε συγκληθεί από τον Γκούρα, τον Τράκα, τον Κοντοσόπουλο, τον Καλύβα, τον Μπίτη, τον Πανουργιά, τον Μπούσγο και τον Παπαντρέα. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος απουσίαζε λόγω υποχρεώσεων στην Αττική. Χωρίς γνώση για την ακριβή πορεία του τούρκικου στρατού, ο Γκούρας με τους Πανουργιά και Παπαντρέα πρότασαν να πιάσουν τη στενή διάβαση της Φοντάνας, ενώ ο Δυοβουνιώτης υποστήριξε ότι έπρεπε να πιάσουν τον δρόμο των Βασιλικών, που περνούσε από μια πλατειά κοιλάδα. Πιστεύοντας ότι οι πασάδες θα προτιμήσουν αυτό το σημείο για λόγους επίδειξης δύναμης και πρακτικότητας, ο Δυοβουνιώτης έδωσε την απόφαση.
Στις 22 Αυγούστου 1821, ο Μπεϊράν Πασάς εκκίνησε με τον στρατό του από το Ζητούνι και ακολούθησε την πορεία που είχε προτείνει ο Δυοβουνιώτης. Ο θάνατος του Χατζή Μπεκίρ τη νύχτα πριν τη μάχη θεωρήθηκε άσχημος οιωνός για τον τούρκικο στρατό. Οι Έλληνες με τους 2.000 αγωνιστές τους είχαν τακτοποιηθεί στο πυκνό δάσος κοντά στον δρόμο. Από την επόμενη μέρα ξεκίνησαν οι αναγνωριστικές επιχειρήσεις των Τούρκων με μεγάλες απώλειες για τον εχθρό. Στις 26 Αυγούστου άρχισε η κρίσιμη μάχη. Ο Μπεϊράν Πασάς εξέθεσε όλες τις δυνάμεις του, αλλά ο Γκούρας, που είχε τη γενική επικεφαλίδα, κατάφερε με μια κινητική επίθεση να διοργανώσει μια παγίδα για τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να βρεθούν παγιδευμένοι ανάμεσα σε συνεχή πυρά. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα και το βράδυ οι προοπτικές για τους Έλληνες έγιναν ευνοϊκές. Ο Μπεϊράν Πασάς, σχεδόν περικυκλωμένος, διέταξε υποχώρηση και επέστρεψε στο Ζητούνι. Οι απώλειες των Τούρκων στη Μάχη των Βασιλικών ήταν σημαντικές, με 700 νεκρούς, 1.500 τραυματίες και περίπου 400 αιχμάλωτους. Συνολικά, περίπου το ένα τρίτο του τούρκικού στρατού αποκλείστηκε από την μάχη. Με τις ελληνικές απώλειες να είναι μικρές – 10 νεκροί και 30 τραυματίες – οι επαναστάτες αποκόμισαν πολλά λάφυρα, συμπεριλαμβανομένων 400 άλογων, 8 κανονιών και 400 αμαξών με εφοδιασμό και πολεμοφόδια. Την επόμενη ημέρα της μάχης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έφθασε στην περιοχή.
Στην έκθεσή του προς τον Δημήτρη Υψηλάντη, ο Ανδρούτσος ανέφερε: “Οι Έλληνες απέδειξαν το πάθος και την ανδρεία τους στη μάχη, επιτίθεντας αγριεμένα στους Τούρκους. Η μάχη ήταν σφοδρή και το αίμα έτρεχε ποταμοειδώς από την αρχή μέχρι το τέλος. Οι Έλληνες κατάφεραν να επικρατήσουν χωρίς να αφήσουν ούτε ένα πλάσμα από τους Τούρκους να δραπετεύσει. Τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν, πρέπει να ξέρουμε ότι αυτή ήταν η συνέπεια της πολεμικής τους τακτικής. Τον Μπεϊράν Πασά καταφέραμε να τον πληγώσουμε σοβαρά. Έχουμε κατάφερει να αποκτήσουμε σημαντικά λάφυρα, και η νίκη αυτή θα μείνει στην ιστορία ως μια από τις μεγαλύτερες στιγμές της επανάστασης.”
Ο μεγάλος ηττημένος της Μάχης των Βασιλικών, Μπεϊράν Πασάς, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο των πολεμικών επιχειρήσεων και από τότε δεν υπήρξε καμία αναφορά για εκείνον. Είναι πιθανό ότι αυτοκτόνησε ή, κατά μια άποψη, εκτελέστηκε με εντολή του σουλτάνου.