Ένα νέο, βασισμένο σε μια εκτενή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Σκωτία, αποκαλύπτει τα ανατρεπτικά οφέλη του μητρικού θηλασμού τόσο για την υγεία των παιδιών όσο και για την οικονομία ενός κράτους. Η μελέτη, που αφορά στην περίοδο από το 1997 έως το 2009 και συμπεριλαμβάνει δεδομένα για μισό εκατομμύριο μωρά, έδειξε ότι τα βρέφη που θήλαζαν αποκλειστικά είχαν λιγότερη ανάγκη να αξιοποιήσουν τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι τα βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά για τους πρώτους μήνες της ζωής τους έχουν λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν δέκα κοινά προβλήματα υγείας από τη γέννησή τους έως τους 27 μήνες. Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι αυτά τα βρέφη έκαναν λιγότερες επισκέψεις σε γιατρούς και είχαν χαμηλότερο κόστος νοσοκομειακής περίθαλψης σε σύγκριση με τα βρέφη που τρέφονταν με γάλα φόρμουλα. Ειδικότερα, υπολογίστηκε ότι τα βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά είχαν μέσο κόστος νοσοκομειακής περίθαλψης 42 λίρες Αγγλίας ανά εισαγωγή, ενώ τα βρέφη που τρέφονταν με φόρμουλα είχαν μέσο κόστος 79 λίρες Αγγλίας.
Μια σημαντική εκτίμηση που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι αν όλα τα βρέφη που τρέφονταν με φόρμουλα είχαν θηλάσει αποκλειστικά για τους πρώτους 6-8 εβδομάδες της ζωής τους, τότε θα ήταν δυνατόν να αποφευχθούν τουλάχιστον 10 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας σε δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης. Επιπλέον, οι ερευνητές τονίζουν ότι η χαμηλή ποσότητα θηλασμού στις πιο οικονομικά αδύναμες περιοχές συμβάλλει στην επιδείνωση των ανισοτήτων στην υγεία των παιδιών κατά την πρώιμη παιδική ηλικία.
Τελικά, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μητρικός θηλασμός διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο για την υγεία και την οικονομία ενός κράτους. Το αύξημα του ποσοστού θηλασμού στις πιο ευάλωτες περιοχές μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στη μείωση των ανισοτήτων στα πρώτα χρόνια ζωής των παιδιών. Είναι προφανές ότι ο προαστατευτικός και θεραπευτικός ρόλος του μητρικού θηλασμού δεν πρέπει να παραμελείται και πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην προώθησή του για την ευημερία της κοινωνίας μας.