Ο διαβήτης κύησης είναι μια διαταραχή που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και επηρεάζει τον μεταβολισμό της γλυκόζης. Καθώς αποτελεί μια “διαβητογόνο” κατάσταση, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τα αίτια, τις επιπλοκές και τη θεραπεία του. Σύμφωνα με τα τρέχοντα δεδομένα, η συχνότητα του διαβήτη κύησης εκτιμάται ότι αφορά το 8-9% των εγκυμοσύνων, δηλαδή 1 στις 11 γυναίκες.
Ο διαβήτης κύησης συνδέεται με σοβαρές επιπλοκές, τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο. Μερικές από αυτές περιλαμβάνουν την προεκλαμψία, τον πρόωρο τοκετό, τη δυστοκία και την αυξημένη ανάγκη για καισαρική τομή. Επιπλέον, η μητέρα με διαβήτη κύησης έχει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 στο μέλλον, καθώς και επανάληψη του διαβήτη κύησης σε μελλοντικές εγκυμοσύνες. Όσον αφορά το έμβρυο, ο διαβήτης κύησης μπορεί να οδηγήσει σε τραυματισμούς κατά τη γέννα, υπογλυκαιμία, πρόωρο τοκετό και ακόμη και στον θάνατο του.
Για αυτούς τους λόγους, είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε τις γυναίκες που είναι υψηλού κινδύνου για διαβήτη κύησης και να τις ελέγχουμε κατάλληλα. Οι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν τη μεγάλη ηλικία της μητέρας, την παχυσαρκία, την αύξηση βάρους κατά την κύηση, την οικογενειακή ιστορία διαβήτη τύπου 2, την ιστορία κυήσεων με διαβήτη κύησης, το χαμηλό ή υψηλό βάρος γέννησης και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Στην Ελλάδα, προτείνεται η μέτρηση της νηστείας γλυκόζης στην αρχή της κύησης για όλες τις εγκύους. Φυσιολογική θεωρείται η γλυκόζη νηστείας όταν είναι κάτω από 92 mg/dl, ενώ τιμές από 92 έως 125 mg/dl δείχνουν διάγνωση διαβήτη κύησης. Όταν οι τιμές είναι μεγαλύτερες από 125 mg/dl, τότε υπάρχει προϋπάρχοντας διαβήτης. Αν η γλυκόζη νηστείας είναι κανονική, τότε πρέπει να γίνει έλεγχος της γλυκόζης μετά την κατανάλωση 75 γραμμαρίων γλυκόζης μεταξύ της 24ης και 28ης εβδομάδας της κύησης. Τα φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης είναι κάτω από 92 mg/dl την αρχή, κάτω από 180 mg/dl μετά από 60 λεπτά και κάτω από 153 mg/dl μετά από 120 λεπτά. Αν υπάρχει έστω μία παθολογική τιμή, τότε διαγνώστηκε διαβήτης κύησης.
Η θεραπεία του διαβήτη κύησης περιλαμβάνει διατροφή, άσκηση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ινσουλίνη. Η διατροφή πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 1800 θερμίδες την ημέρα και να περιορίζει την κατανάλωση τροφών με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, όπως ζάχαρη, γλυκά, παγωτά και αναψυκτικά. Επίσης, η άσκηση είναι σημαντική και συνήθως προτείνεται η περπατητήρα για 30 λεπτά την ημέρα.
Για την υγεία του εμβρύου, είναι σημαντική η εκτέλεση υπερηχογραφήματος για την παρακολούθηση του βάρους, της περιμέτρου της κοιλίας και του αμνιακού υγρού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτηθεί η έναρξη ινσουλινοθεραπείας, εάν οι μέτρησεις των επιπέδων σακχάρου είναι υψηλές.
Τονίζεται επίσης η σημασία του θηλασμού στις γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης. Μετά τον τοκετό, συνιστάται η εκτέλεση νέας μέτρησης της γλυκόζης για πιθανή διάγνωση προδιαβήτη ή σακχαρώδους διαβήτη 2 τύπου.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο διαβήτης κύησης αποτελεί διαφορετική κατάσταση από τον προϋπάρχοντα διαβήτη. Κατά συνέπεια, η θεραπεία πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα και να λαμβάνεται υπόψη η γλυκαιμική ρύθμιση της μητέρας.
Συνολικά, ο διαβήτης κύησης είναι μια συχνή επιπλοκή που απαιτεί προσεκτικό έλεγχο και αντιμετώπιση. Η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων γλυκόζης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία τόσο της μητέρας όσο και του εμβρύου.