Η εμμηνόπαυση είναι μια περίοδος στη ζωή μιας γυναίκας που συνοδεύεται από ποικίλα συμπτώματα, όπως εξάψεις, νυχτερινή εφίδρωση και αϋπνία. Μια νέα έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Menopause, αποκαλύπτει ότι ορισμένα από αυτά τα συμπτώματα συνδέονται με γαστρεντερικά προβλήματα, υποδηλώνοντας την ενδεχόμενη σύνδεση μεταξύ του έντερου και της εμμηνόπαυσης.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι γυναίκες που αντιμετώπιζαν δυσκοιλιότητα ή διάρροια ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν ενοχλητικά ή σοβαρά συμπτώματα εμμηνόπαυσης. Επιπλέον, βρέθηκε μια σχέση μεταξύ της σύστασης των κενώσεων και των εξάψεων. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την κλίμακα μορφής του Μπρίστολ για να εξετάσουν αυτήν τη σχέση και παρατήρησαν ότι οι γυναίκες με δυσκοιλιότητα ή διάρροια είχαν πιο έντονα ή ενοχλητικά συμπτώματα.
Η έρευνα ανέδειξε επίσης ότι η σωματική δραστηριότητα, ο δείκτης μάζας σώματος και η διάγνωση κατάθλιψης ή αγχώδους διαταραχής σχετίζονται με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης. Αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα για την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στο έντερο, το άγχος και τα γαστρεντερικά προβλήματα με την ένταση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης.
Για την εκτέλεση της έρευνας, οι ερευνητές συγκέντρωσαν δεδομένα υγείας από 693 γυναίκες μεταξύ 40 και 60 ετών και αξιολόγησαν την κινητικότητα του εντέρου. Οι συμμετέχουσες απάντησαν επίσης σε ερωτηματολόγια σχετικά με το άγχος, τη σωματική δραστηριότητα και τις συνήθειες ύπνου τους.
Παρ’ όλα αυτά, οι ερευνητές προχώρησαν σε προσωρινές υποθέσεις και δήλωσαν ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθεί η σχέση ανάμεσα στο έντερο, το άγχος και την εμμηνόπαυση. Μέχρι στιγμής, οι υποθέσεις αυτές φαίνεται απλώς να υποδεικνύουν μια συνδέση, αλλά η ακριβής φύση αυτής της σχέσης παραμένει αδιευκρίνιστη.
Η έρευνα στηρίζει την άποψη ότι οι ορμόνες, το έντερο και το άγχος συνδέονται. Το άγχος μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του εντέρου και μπορεί επίσης να προκαλέσει γαστρεντερικά προβλήματα. Αντίστοιχα, η εμμηνόπαυση μπορεί να επηρεάσει το άγχος και το έντερο. Παρ’ όλα αυτά, η ακριβής αιτία αυτής της σύνδεσης παραμένει άγνωστη και απαιτεί περαιτέρω έρευνα για να διασαφηνιστεί.
Σε γενικές γραμμές, η έρευνα αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω μελέτη της σχέσης ανάμεσα στο έντερο και την εμμηνόπαυση. Οι ευρήματα παρακινούν τους επιστήμονες να εξετάσουν περαιτέρω τις πιθανές συνδέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές πτυχές της υγείας των γυναικών κατά την εμμηνόπαυση, προσφέροντας μια κατανοητή εικόνα των παραγόντων που επηρεάζουν την εμμηνόπαυση και την αύξηση των συμπτωμάτων που συνοδεύουν αυτήν τη φάση της ζωής μιας γυναίκας.