Η έλλειψη σιδήρου, γνωστή και ως σιδηροπενία, είναι ένα από τα πιο συχνά διατροφικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Συχνά οδηγεί σε σιδηροπενική αναιμία, η οποία μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές κατά τη γέννα και να επηρεάσει την ανάπτυξη του εμβρύου. Για αυτό το λόγο, υπάρχει μια συζήτηση σχετικά με τον καλύτερο τρόπο χορήγησης σιδήρου κατά την εγκυμοσύνη: μέσω στοματικής λήψης ή ενδοφλέβια.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που παρουσιάστηκε στο 65ο Συνέδριο της Αμερικανικής Αιματολογικής Εταιρείας (ASH), η χορήγηση ενδοφλέβιου σιδήρου κατά το 2ο και 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης σε γυναίκες με σιδηροπενική αναιμία ή σιδηροπενία χωρίς αναιμία είναι ασφαλής και αποτελεσματική. Η μελέτη αυτή περιλάμβανε περίπου 1.383 έγκυες γυναίκες, οι οποίες υποβλήθηκαν σε ενδοφλεβίες σιδήρου σε συνολική δόση περίπου 1000mg.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 94% των γυναικών ανέφερε βελτίωση στα συμπτώματά τους, όπως δύσπνοια και καταβολή. Επιπλέον, το 87% είχε κορεσμό σιδήρου άνω του 15% και το 83% είχε φερριτίνη άνω των 30 ng/mL, ενώ το 88% είχε αύξηση στα επίπεδα αιμοσφαιρίνης. Το προφίλ ασφαλείας ήταν αποδεκτό, με μόλις το 5% να αναφέρει αντιδράσεις σχετιζόμενες με την έγχυση και το 0.17% να διακόπτει τη θεραπεία λόγω αυτών των αντιδράσεων. Παρόλο που το 25% περίπου είχε ορισμένα συμπτώματα μετά την έγχυση, όπως κεφαλαλγία, πόνο στη μέση, οίδημα στα κάτω άκρα και δύσπνοια, κανένα από αυτά δεν επηρέασε την εγκυμοσύνη.
Βάσει αυτών των αποτελεσμάτων, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ενδοφλέβια χορήγηση σιδήρου είναι ασφαλής, αποτελεσματική και καλά ανεκτή. Ωστόσο, είναι σημαντικό να γίνεται αυτή η χορήγηση σε κέντρα με εκπαιδευμένο νοσηλευτικό προσωπικό. Οι ερευνητές προτείνουν την εκπαίδευση των μαιευτήρων και τη συστηματική προσπάθεια για αύξηση του ποσοστού των εγκύων που λαμβάνουν ενδοφλέβιο σίδηρο.
Παρακολουθούμε την παρούσα έρευνα με ενδιαφέρον, καθώς αναδεικνύει τη σημασία της ορθής διαχείρισης της σιδηροπενίας κατά την εγκυμοσύνη. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η εγκρισμένη μέθοδος για τη χορήγηση σιδήρου εξαρτάται από τις ανάγκες και την κατάσταση κάθε γυναίκας. Συνεπώς, η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου θα πρέπει να γίνεται με την καθοδήγηση και συμβουλή του γυναικολόγου.