2 Οκτωβρίου 2025

Στην παρακάτω αναδιατυπωμένη εκδοχή τουυ, ο τίτλος τουυ έχει αλλάξει σε: “Οι αναμνήσεις από τα Χριστούγεννα του παρελθόντος”

Τελευταία Άρθρα

Κοιμάστε με ένα μαξιλάρι ανάμεσα στα πόδια; Υπάρχει λόγος (και καλά κάνετε)

Πολλοί άνθρωποι συνηθίζουν να κοιμούνται με ένα μαξιλάρι ανάμεσα στα πόδια τους, προκαλώντας γέλιο ή και... θέμα με τον αριθμό των μαξιλαριών που χρειάζοντ

8 καταπληκτικά Airbnb για τη Βουδαπέστη

Η Βουδαπέστη είναι ένας πολύ δημοφιλής προορισμός για city breaks, γνωστή για τον πολιτισμό, την εκπληκτική γαστρονομία και τη νυχτερινή διασκέδαση. Είναι

Προτεινόμενα Airbnb στη Μαδρίτη

Η Μαδρίτη είναι μια συναρπαστική πόλη με εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και σημαντικά μουσεία. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει τη γαστρονομία, τις επιλογές

Ένα δώρο για του Αγίου Βαλεντίνου, απαραίτητο σε κάθε ταξίδι

Κάθε χρόνο πλησιάζει η ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και όπως πάντα βρισκόμαστε σε αναζήτηση για το τέλειο δώρο που θα κάνουμε στον αγ

Χρειαζόμαστε περισσότερες σχεδιάστριες μόδας

Οι δύο κορυφαίες επιδείξεις της σεζόν, το show της Comme des Garçons από την Rei Kawakubo και η τελευταία συλλογή της Sarah Burton για τον Alexander McQuee

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ:

Ο καιρός που φωνάζαμε τα κάλαντα – Θυμάσαι;

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και ξυπνούσαμε από τις 6 το πρωί. Φορούσαμε τα ζεστά μας ρούχα και τα σκουφάκια που πλέκαμε οι ίδιοι, με τις μεγάλες φούντες στην κορυφή. Μετά από ένα γρήγορο πρωινό με το Νουνού, ξεκινούσαμε για τα κάλαντα. Ήθελαμε να είμαστε ανάμεσα στους πρώτους που θα χτυπούσαν το κουδούνι. Παραδοσιακά, ήταν ένδειξη καλής τύχης που μας έπαιρνε το καλύτερο δώρο. Έχοντας την εμπειρία μας δείξει ότι σχεδόν όλοι άνοιγαν τις πόρτες τους τότε, δεν φοβόμασταν.

Οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες και όλοι μας υποδέχονταν στο σπίτι τους με την ίδια θερμότητα. Τα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα παίρναμε θέση στο σαλόνι για να ακουστεί το τραγούδι μας και να δείξουμε τη χαρά μας. Αυτή η χαρά θα συνέχιζε να μας συντροφεύει καθ’ όλη τη νέα χρονιά, μέχρι να έρθει ξανά η στιγμή να χτυπήσουμε το κουδούνι και να τραγουδήσουμε τα κάλαντα με τον δικό μας τρόπο. Δεν φοβόμασταν να περπατήσουμε ακόμα και σε άγνωστες γειτονιές για να ευχηθούμε. Ο κόσμος ήταν πιο ευγενικός, τα αυτοκίνητα λιγότερα και οι οδηγοί πιο προσεκτικοί. Είναι ξημερώματα και σπάνια συναντιόμαστε αυτοκίνητο στον δρόμο.

Η παραμονή των Χριστουγέννων δεν ήταν απλώς για τα παιδιά, αλλά και για τους ενήλικες. Άκουγα τον πατέρα να λέει στη μητέρα μου να προετοιμαστεί, γιατί έρχονταν τα παιδιά να τραγουδήσουν τα κάλαντα. Η μητέρα, επίσης, φρόντιζε για τα γλυκά. Συνήθως ήταν σοκολατάκια, επειδή ποιο παιδί δεν αρέσκεται στη σοκολάτα; Έτσι, όλοι προετοιμαζόντουσαν για να καλωσορίσουν τα κάλαντα. Έτοιμα ψιλά και σοκολατίνες, και μερικές φορές κουραμπιέδες και μελομακάρονα, για τις πιο παραδοσιακές νοικοκυρές που ακολουθούσαν τα έθιμα.

Σπάνια κάποιος δεν άνοιγε την πόρτα τους. Όταν χτυπούσαμε το κουδούνι, περιμέναμε αγωνιωδώς να ανοίξει κάποιος. Ανοίξει η πόρτα, καλώς. Αν αργούσαν, στέκομασταν ησυχα σχεδόν με ανυπομονησία και κολλούσαμε το αυτί μας στην πόρτα. Ήθελαμε να ακούσουμε αν υπήρχε κανείς μέσα που κάνει πλάκα. Ναι, ήξεραν ότι θα ήταν αποδεδειγμένοι γρουσούζηδες. Αλλά αυτό ήταν απλά μια περιπέτεια της εποχής.

Τότε, τα χρήματα που μαζεύαμε από τα κάλαντα ήταν πολλά για μας. Αλλά δεν ήμασταν απόλυτα ενδιαφερόμενοι γι’ αυτό. Κάναμε τη βόλτα για να ζήσουμε την περιπέτεια. Ήταν έθιμο και μας είχαν μάθει οι γονείς μας, που τελικά το είχαν μάθει από τους δικούς τους γονείς. Ήταν από τις λίγες φορές που μας άφηναν οι γονείς μας να πάμε μόνοι μας. Αυτά τα χρήματα που συγκεντρώναμε από τα κάλαντα, συνήθως τα εξόφλουσαν τα δώρα που προσέφεραν στην οικογένεια. Όταν τελειώναμε τη γύρα μας και γυρνούσαμε σπίτι, δεν σταματούσαμε να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες μας. Ποιος μας άνοιξε, ποιος δεν μας άνοιξε, τι μας έδωσαν, πόσα χρήματα μας έδωσε ο φίλος του πατέρα μας. Κάθε χρόνο, η μητέρα μας μας έκανε την ίδια ερώτηση: “Δεν πιστεύω ότι χτύπησατε πάρα πολλά κουδούνια και ότι κατέβασαν τόσες φορές για να σας ανοίξουν”; Και κάθε χρόνο η απάντησή μας ήταν πάντα η ίδια: “Όχιιι”. Και τότε, κοιτούσαμε τον δείκτη μας, τον δάχτυλό μας που είχε γουλιά από το να πατάμε συνέχεια το κουδούνι, και γελούσαμε κρυφά. Φυσικά, κάποιοι θείοι μας που έρχονταν το μεσημέρι στο σπίτι μας και μας ευχόνταν χρόνια πολλά, επισημαίνανε πόσο αποφασιστικά χτυπούσαμε το κουδούνι. Το έλεγαν με κάποιο ενόχλημα. Ποιο ενόχλημα; Μεγάλο ενόχλημα, αλλά εμείς είχαμε διασκεδάσει τόσο πολύ που οποιαδήποτε παρατήρηση -πόσο ευγενική κι αν ήταν- μας άφηνε αδιάφορους.

Τότε που πηγαίναμε για τα κάλαντα, δεν φοβόμασταν ότι θα μας ληστέψουν στο δρόμο. Περπατούσαμε με ασφάλεια και αισθανόμασταν προστασία. Τώρα, τα λίγα παιδιά που βγαίνουν την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς συνοδεύονται από ενήλικα. Συνήθως οι μητέρες αναλαμβάνουν τον ρόλο του ασφαλίτη. Οι περισσότερες πόρτες παραμένουν κλειστές και δεν ανοίγουν ακόμα και όταν κτυπά το κουδούνι. Μερικοί κοιμούνται, άλλοι βαριούνται, κάποιοι κάνουν ότι δεν ακούνε. Κάποιοι δεν έχουν τα χρήματα για να κεράσουν τα παιδιά.

– “Φέτος θα πούμε τα κάλαντα μεταξύ μας”, είπα στην κόρη μου. Όταν με ρώτησε γιατί, της είπα ότι δεν πρέπει να βάζουμε τους ανθρώπους σε δύσκολη θέση. Έχω ήδη βγάλει το τρίγωνο. Το τρίγωνο ήταν το όργανο με το οποίο είχαμε συνηθίσει να τραγουδάμε τα κάλαντα. Το έλασα λίγο να γυαλίσει, θυμόμαστε που το είχαμε γυαλίσει κάποτε… Τα θυμήθηκα και χαμογέλασα… Γράφει η Τζώρτζια Βρεττού