Το πλοίο είναι ήδη στην παραλία, η μέρα ανατέλλει και η νύχτα διαλύεται. Όλοι είναι αργοί, απρόθυμοι να σηκωθούν από τους κούνους του ύπνου. Αναστήσου! Ξυπνήστε! Γιατί κοιμάστε όλοι εσείς σε αυτό το πλοίο; Γιατί δεν κουνιέστε; Έλα, Χαράμ, άραξε τα άγκυρες. Σαλάχ, στο τιμόνι! Μην το σφίξεις, παιδί μου. Το παλεύεις από αριστερά και δεξιά, γι’ αυτό σε έχει. Σπαταλάς κάθε νύχτα τόνους κάρβουνου με τις παρατημονιές σου. Σε έχω το πει τόσες φορές. Θέλει γλύκα, γλύκα… Αλλά αυτά τα τέσσερις κύματα, γερνάω και ξεχνώ. Ας φύγουμε μακριά. Μακριά από αυτόν τον χειμώνα που μας τρυπά τα οστά. Η θάλασσα είναι δική μας. Ανήκει σε εμάς. Το ορκίζομαι. Μπορεί να γεννήθηκα στην ξηρά, αλλά η θάλασσα με έχει μάθει. Το αλάτι διαρρέει τις φλέβες μου. Όπως το γλάρο που δεν έχει δική του γωνιά στην ξηρά. Κάτω από τα κρεβάτια μας τρέχουν κοπάδια καρχαριών, νεράιδες, φάλαινες και αστέρια. Είμαστε ανοιχτά. Εκεί όπου δεν υπάρχουν όρια, λιμάνια και ξηρά. Ταξιδεύουμε και κυνηγάμε. Λεβιάθαν. Φάλαινες. Εσείς τι λέτε, είναι η φάλαινα ψάρι ή όχι; Μα τα Κρίματα του Ιωνά, η φάλαινα είναι ένα ψάρι που ξεφυσά νερό. Ε, τι; Τι έχει πνεύμονες, ενώ τα άλλα ψάρια δεν έχουν; Φαλαινοθήρες όπως εγώ! Θα σας πω για την καταγωγή μας. Ξέρετε ποιος ήταν ο πρώτος φαλαινοθήρας; Ο Περσέας, ο γιος του Δία. Θυμάστε την ιστορία; Είχαν δεθεί την όμορφη Ανδρομέδα, την κόρη του βασιλιά, σε ένα βράχο στην παραλία, θυσία στον δράκο της θάλασσας. Ποιος δράκος; Φάλαινα ήταν. Και τη στιγμή που το τέρας πλησίασε να αρπάξει την όμορφη Ανδρομέδα, εκείνος, ο Περσέας, του χάρισε μια με το καμάκι του, πάρ’ την κάτω, τη φάλαινα. Έσωσε την Ανδρομέδα και μετά ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Αλλά εγώ με ένα μόνο χτύπημα. Τι χτύπημα! Τι σημάδι! Υπάρχουν φάλαινες και φάλαινες, αλλά η πιο τρομερή από όλες, η πιο μεγάλη από τις τεράστιες, σε όλη τη Γη από άκρη σε άκρη, είναι η φάλαινα που κυνηγάω και σίγουρα θα την πιάσω αν με βοηθήσει λίγο ο Ποσειδώνας, γιατί από το πλήρωμα… Εφτά ολόκληροι είμαστε. Σαν τις εφτά θάλασσες. Σαν τις εφτά μέρες της εβδομάδας ή, ακόμα καλύτερα, σαν τους εφτά Νάνους. Εφτά να είναι οι μέρες σας! Εσείς επάνω στο κατάστρωμα! Υπάρχουν φάλαινες εδώ γύρω. Ανοίξτε τα μάτια σας. Αν δείτε αυτήν που κυνηγάω, την πιο τεράστια από όλες τις τεράστιες, φωνάξτε με! Εφτά ολόκληροι και κανένας ολότελα. Ο Σήμ. Ο Ρέκ. Ο Γκόμπυ. Ο Χαράμ. Ο Ραμάν, αλληθώρος και τρελός που μετράει τα αστέρια. Κι αν δει κανείς κάποιο να πέφτει, φοβάται ότι θα πέσει στο κεφάλι του. Ε, Ραμάν, κράτα ένα αστέρι και για μένα. Στην άλλη ζωή. Να φωτίζει τον δρόμο μου στα κύματα. Ο Τοτ. Του λείπει το ένα χέρι. Και, τέλος, ο Σάλαχ. Κουφός και από τα δύο αυτιά. Εφτά ολόκληροι και μαγεμένοι και εγώ που θα παλέψω μαζί σου, φάλαινα, μέχρι το τέλος. Και αν χρειαστεί, από την κόλαση θα γυρίσω πίσω για να σε εκδικηθώ. Με λένε τρελό. Λένε πως έχω τον δαίμονα μέσα μου. Από τότε που ήμουν παιδί και το άφησα, ακούγοντας μες στη νύχτα τη φωνή της μάνας μου:
“Γιε μου, πού πας;”
“Μανούλα, θα πάω στα καράβια”
Έτσι της είπα. Τον είδα που τον φέρανε στο σπίτι. Περισσότερο απ’ τα γυάλινα μάτια του πρόσεξα το πόδι που του έλειπε
“Γιε μου, πού πας;”
Παγωμένα Χριστούγεννα και εγώ μετρούσα τα πόδια του πατέρα. Μαμά, θα πάω στα καράβια. Να πιάσω την ατίμω τη φάλαινα που του έφαγε το πόδι, που τον άφησε μισό. Δεν μπορώ, μαμά, δεν μπορώ να την αφήσω ατιμώρητη. Και να ‘μαι τώρα τόσα χρόνια μετά. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα θα κοιμούνται;
Πηγή