Η πρακτική του άτμισμα έχει καταφέρει να αποτελέσει μια δημοφιλή εναλλακτική λύση για το κάπνισμα, όμως πολλές φορές έχει τεθεί υπό διαπραγμάτευση η ασφάλεια της. Ένα νέοτου πανεπιστημίου του Otago αποκαλύπτει μια αναπάντεχη παρενέργεια αυτής της συνήθειας, συγκεκριμένα στις αισθήσεις της γεύσης και της όσφρησης. Η μελέτη αναφέρει ότι οι αλλαγές που συμβαίνουν στις αισθήσεις αυτές μπορεί να είναι μια ακόμη παράμετρος που επηρεάζεται λόγω του άτμισματος.
Όπως αναφέρεται από την επικεφαλής συγγραφέα της μελέτης, Δρ Jessica McCormack, η απώλεια αυτής της αίσθησης συνήθως συνδέεται με τις διατροφικές αλλαγές. Η επεξεργασία όμως της νικοτίνης ενδέχεται να επηρεάζει την αίσθηση των γλυκών μυρωδιών και να την καθιστά λιγότερο ευχάριστη. Η μελέτη περιλάμβανε 213 άτομα άνω των 18 ετών από τη Νέα Ζηλανδία, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τακτικά, περιστασιακά ή καθόλου τις συσκευές άτμισης. Μετά τη δοκιμή και την αντίληψη διαφόρων γεύσεων και αρωμάτων, που διαχέονταν σε απλά υγρά διαλύματα, τους ζητήθηκε να βαθμολογήσουν την ευχαρίστηση και την ένταση των γεύσεων. Στη συνέχεια, υποβλήθηκαν σε ένα τεστ αισθητηριακής ανίχνευσης, όπου πρέπει να αναγνωρίσουν τη διαφορά μεταξύ ενός απλού δείγματος νερού και της γεύσης/αρώματος σε χαμηλή συγκέντρωση.
Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά, καθώς όσοι δεν ατμίζαν θεώρησαν τις γλυκές γεύσεις πιο ευχάριστες σε σύγκριση με εκείνους που ατμίζαν. Παρόλο που γνωρίζουμε ότι το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία της όσφρησης και αλλαγή της γεύσης, στο άτμισμα οι μηχανισμοί που επηρεάζουν αυτές τις αισθήσεις μπορεί να είναι διαφορετικοί. Ωστόσο, η μελέτη αυτή θέτει ερωτήματα για τους μηχανισμούς που εμπλέκονται σε αυτόν τον τομέα – εάν σχετίζεται με την παρουσία αρωμάτων ή νικοτίνης ή με τον συνδυασμό των δύο.
Όπως επισημαίνεται, οι γλυκές γεύσεις είναι από τις πιο δημοφιλείς, οπότε εκείνοι που ατμίζουν μπορεί να έρχονται σε υπερβολική επαφή με αυτές. Παρ’ όλα αυτά, η έρευνα συνεχίζεται και έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε για τις επιπτώσεις του άτμισματος στην υγεία μας και στις αισθήσεις μας.