Το υπερηχογράφημα Β επιπέδου είναι μια πρωτοφανής εξέταση που παρέχει λεπτομερή πληροφορία για τον εμβρυϊκό ανατομικό χάρτη. Αυτή η μελέτη πραγματοποιείται κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, συγκεκριμένα ανάμεσα σε 20-24 εβδομάδες. Το υπερηχογράφημα αυτό θεωρείται σημαντικό, καθώς παρέχει απολύτως απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την υγεία, την ανατομία και τυχόν χρωμοσωμικές ανωμαλίες του εμβρύου πριν από τη γέννησή του. Με αυτόν τον τρόπο, οι μέλλουσες γονείς μπορούν να είναι καλύτερα ενημερωμένοι και να πάρουν πιο ενημερωμένες αποφάσεις για τον εαυτό τους και το μωρό τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξέτασης, εξετάζονται λεπτομερώς όλα τα μέρη του εμβρύου, προσδιορίζεται η θέση του πλακούντα, μετριέται η ποσότητα αμνιακού υγρού και αξιολογείται η ανάπτυξή του. Επιπλέον, πραγματοποιούνται μετρήσεις του μήκους του τραχήλου της μήτρας της μητέρας και της ροής του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες που τροφοδοτούν τη μήτρα και τον πλακούντα, προκειμένου να εκτιμηθεί τον κίνδυνο προεκλαμψίας και πρόωρου τοκετού. Η εξέταση αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τις “Κατευθυντήριες οδηγίες υπερηχογραφικού ελέγχου στην Μαιευτική- Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου της κύησης” που έχει εκδώσει η Ελληνική Εταιρία Υπερήχων στην Μαιευτική & Γυναικολογία. Ο κύριος στόχος του Υπερηχογραφήματος Β επιπέδου είναι να κατανοήσει την κανονική εξέλιξη της κύησης και να ανιχνεύσει τυχόν γενετικές ή χρωμοσωμικές ανωμαλίες που θα επηρέαζαν τη ζωή του νεογνού μετά τη γέννηση. Αν υπάρχουν αποτελέσματα που δείχνουν τυχόν προβλήματα, η σημασία αυτών συζητείται με τους γονείς, για να μπορέσουν να κατανοήσουν την κατάσταση του εμβρύου και να προσφέρουν περαιτέρω εξετάσεις, προκειμένου να τους παρουσιαστούν οι διαθέσιμες επιλογές για τη διαχείριση του προβλήματος. Το ποσοστό των ανατομικών ανωμαλιών που μπορούν να διαγνωστούν υπερηχογραφικά στο 2ο τρίμηνο της κύησης διαφέρει παγκοσμίως, κυμαίνεται περίπου στο 70% και μειώνεται ακόμα περισσότερο σε ορισμένα συστήματα (για παράδειγμα, για σοβαρές καρδιακές ανωμαλίες δεν υπερβαίνει το 50-60% και για ελαφρότερες ανωμαλίες ή ανωμαλίες των άκρων είναι περίπου 40%). Η απουσία ανατομικών ανωμαλιών σε αυτό το υπερηχογράφημα δεν διασφαλίζει απαραίτητα τη γέννηση ενός υγιούς μωρού. Επίσης, η απουσία δείκτη χρωμοσωμικών ανωμαλιών (δηλαδή ευρήματα που σχετίζονται με το σύνδρομο Down και άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες) δεν εξασφαλίζει την απουσία χρωμοσωμικής ανωμαλίας, αλλά μειώνει την πιθανότητα εμφάνισής της. Μόνο οι επεμβατικές δοκιμές όπως η αμνιοπαρακέντηση ή ο τροφοβλάστης μπορούν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη χρωμοσωμικών ανωμαλιών.
Υπάρχουν μερικές σοβαρές ανωμαλίες που δεν μπορούν να διαγνωστούν ή που επιδεινώνονται μετά τις 24 εβδομάδες της κύησης. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν (χωρίς να περιορίζονται σε αυτές) διαταραχές στην ωρίμανση του εγκεφάλου, υδροκεφαλία και εγκεφαλικές αιμορραγίες, κρανιοσυνόστωση, βαλβιδικές στενώσεις της καρδιάς και αορτική στένωση, διαφραγματοκήλη, νεφρικές δυσπλασίες, παρόξυσμα γαστρεντερικού συστήματος, νευρολογικά σύνδρομα και όγκους. Η διάγνωση τέτοιων ανωμαλιών όπως σχιστία υπερώας/λυκόστομα, άγενεση μεσολόβιου, κλειστή δισχιδής ράχη, συγκρυμένες χερούλες/ποδούλες και γενικά ανωμαλίες των δακτύλων, αστάματος πρωκτού, απουσία ακουστικού πόρου και ανωμαλίες των αυτιών, είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Επίσης, καταστάσεις όπως η εγκεφαλική παράλυση, η νοητική υστέρηση, η κωφάλωση, η τύφλωση και ο αυτισμός ΔΕΝ μπορούν να ανιχνευθούν με αυτό το υπερηχογράφημα. Το Αγγλικό Κολλέγιο Μαιευτήρων Γυναικολόγων (RCOG) συνιστά σε όλα τα νοσοκομεία να ενημερώνονται οι έγκυες για τις δυνατότητες της εξέτασης κατά τη διάρκεια του υπερηχογραφήματος Β επιπέδου.
Για να συνοψίσουμε, το υπερηχογράφημα Β επιπέδου αποτελεί την πλέον σημαντική και λεπτομερή εξέταση για τον εμβρυϊκό κόσμο και συνιστάται ανεπιφύλακτα σε όλες τις μελλοντικές μητέρες.