Σαν ένας ανεμπόδιστος κύματος η σεισμική δύναμη χτύπησε την Κωνσταντινούπολη στις 26 Ιανουαρίου του 450, αφήνοντας πίσω του συντρίμμια και θάνατο. Σε εκείνο τον καιρό, ο Θεοδόσιος Β’ ο Μικρός κατείχε τον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με σύγχρονους σεισμολόγους, ο σεισμός φαίνεται ότι ήταν 7 βαθμών στην κλίμακα Ρίχτερ και 9 βαθμών στην κλίμακα Μερκάλι.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιωάννη Μαλάλα, ο σεισμός συνέβη νωρίς το πρωί και προκάλεσε την κατάρρευση των τειχών της πόλης, καθώς και σημαντικές καταστροφές σε πολλά κτίρια, ειδικά στην περιοχή μεταξύ των Τρωαδησίων Εμβόλων και του Χαλκού Τετραπύλου. Οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν για τρεις μήνες, μέχρι τις 25 Απριλίου, σύμφωνα με τον Όσιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο αυτοκράτορας οργάνωσε μαζικές προσευχές και, με τα δάκρυα στα μάτια, ζήτησε συγχώρεση από τον Θεό, λέγοντας: “Κύριε, μετανοούμε. Λύτρωσε μας από τη δίκαιη οργή Σου και από τις αμαρτίες μας. Έσεισες τη γη και μας κάνεις να αντιληφθούμε τα λάθη μας και να δοξάζουμε Εσένα, τον αποκλειστικό, ευγενικό και φιλόξενο Θεό μας.”
Στο Χρονικό του Πασχάλη αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης αρνήθηκαν να περάσουν μέρες στα σπίτια τους, ενώ μερικοί μάρτυρες ισχυρίστηκαν ότι διέκριναν μια πνιγηρή φωτιά στον ουρανό. Η μνήμη του σεισμού έχει καταγραφεί στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τιμάται κάθε χρόνο στις 26 Ιανουαρίου.