Μια ομάδα γενναίων γυναικών από τη Σούλι Μιχάλων (όπως είναι πιο γνωστές οι Σουλιώτισσες) απέναντι στην αφόρητη πίεση των Τουρκαλβανών που πολιορκούσαν το Ζάλογγο, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τον αιχμάλωτο θάνατο με αξιοπρέπεια και αγάπη για την ελευθερία. Ο τίτλος αυτού του θρυλικού γεγονότος: Ο Περίεργος Χορός του Ζαλόγγου.
Στα τέλη του 1803, ο Αλή Πασάς, επιθυμούσε να τελειώσει οριστικά με τους Σουλιώτες, μια απείθαρχη ομάδα ανταρτών από την Θεσπρωτία, που αντιστεκόταν στην οθωμανική εξουσία στην Ήπειρο. Οι Σουλιώτες πολιορκήθηκαν και αναγκάστηκαν να υπογράψουν μια συνθήκη στις 12 Δεκεμβρίου 1803. Ο βασικός όρος αυτής της συνθήκης, η οποία δεν τηρήθηκε, ήταν η εκκένωση των χωριών τους με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Το Δεκέμβριο του 1803, οι Σουλιώτες χώρισαν σε τρεις ομάδες και εγκατέλειψαν την πατρογονική τους γη. Λίγες ημέρες αργότερα, η τρίτη ομάδα, που κατευθυνόταν προς τα νότια, δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο από τους Τουρκαλβανούς. Κατά τη διάρκεια της σφοδρής μάχης που ακολούθησε, μια ομάδα Σουλιωτών παγιδεύτηκε από τον εχθρό. Μεταξύ αυτών ήταν περίπου 60 γυναίκες, πολλές εξ αυτών βρίσκονταν σε προχωρημένη κατάσταση εγκυμοσύνης. Προκειμένου να μην πέσουν ζωντανές στα χέρια των διωκτών τους, τα θυσίασαν ρίχνοντας τα παιδιά τους από την απότομη κορυφή του Ζαλόγγου, και στη συνέχεια, κλειδωμένες χέρι-με-χέρι, έπεσαν και αυτές χορεύοντας.
Ο Ζαλόγγος, με το πέρασμα του χρόνου, μεταμορφώθηκε σε ένα σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η συγκεκριμένη μαρτυρία για τον Χορό του Ζαλόγγου προέρχεται από τον αξιωματικό Σουλεϊμάν Αγά, αυτόπτη μάρτυρα του γεγονότος και μέλος της Αυλής του Αλή Πασά. Η μαρτυρία αυτή καταγράφηκε από τον εξισλαμισμένο γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του το 1828 στο Παρίσι. Σύμφωνα με αυτήν, οι γυναίκες της Σούλι Μιχάλων “πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν έναν χορό, όπου κάθε βήμα ήταν γεμάτος ηρωισμός και η αγωνία του θανάτου έδινε τον ρυθμό… Στο τέλος του χορού, οι γυναίκες εξέπεμψαν ένα διαπεραστικό και μακρόσυρτο κλάμα, του οποίου η αντήχηση σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου σάρωσαν μαζί με τα παιδιά τους”.
Ο πρώτος που κατέγραψε αυτό το γεγονός ήταν ο Ιταλός διπλωμάτης και περιηγητής Γιάκοπο Μπαρτόλντι το 1803-1804 ενώ βρισκόταν στα Γιάννενα. Δυστυχώς, δεν αναφέρεται στον χορό. Ο αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 και συγγραφέας Χριστόφορος Περραιβός, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Χορό του Ζαλόγγου στη δεύτερη έκδοση της “Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας” το 1815. Ωστόσο, στην έκδοση του 1857, δεν αναφέρεται στον χορό. Το 1888, ο Περικλής Ζερλέντης, συριανός λόγιος και ιστορικός, εξέφρασε ανασφάλεια και αμφιβολίες σχετικά με τον χορό του Ζαλόγγου μετά από έρευνα που πραγματοποίησε, ασφαλώς χωρίς να αμφισβητεί την αυτοθυσία των Σουλιωτισσών. Χρόνια αργότερα, ο φιλόλογος Αλέξης Πολίτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, σε ένατου στο περιοδικό “Ο Πολίτης” το 2005, υποστήριξε ότι το τραγούδι που συνόδευε τον χορό, το γνωστό “Έχε γεια καημένε κόσμε”, αναφέρεται για πρώτη φορά μόλις το 1908. Το ίδιο έτος, ο συγγραφέας του “Γκόλφως”, Σπύρος Περεσιάδης, παρουσίασε για πρώτη φορά το θεατρικό έργο “Ο Χορός του Ζαλόγγου”, που διαδόθηκε παντού στην Ελλάδα μέσω παραστάσεων και ερασιτεχνικών θιάσων, και ίσως εκεί να οφείλεται η δημιουργία της έκθεσης του “Χορού του Ζαλόγγου” ως ιστορικού γεγονότος.
Στις 23 Μαρτίου 1959, προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία του Στέλιου Τατασόπουλου, “Ζάλογγο το κάστρο της ελευθερίας”, με πρωταγωνιστές τους Τζαβαλά Καρούσο, Νίνα Σγουρίδου, Βύρωνα Πάλλη, Ελένη Ζαφειρίου και Δήμο Σταρένιο. Ο Μάνος Χατζιδάκις υπογράφει τη μουσική της ταινίας.
Το 1960, στο βράχο του Ζαλόγγου, εγκαταστάθηκε ένα μνημείο που απεικονίζει μια ομάδα γυναικών να χορεύει, έργο του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου.