Η ιστορία της Συνωμοσίας της 20ης Ιουλίου έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας ως μια αποτυχημένη απόπειρα ανωτάτων αξιωματικών της «Βέρμαχτ» να δολοφονήσουν τον Αδόλφο Χίτλερ. Γεννημένη από την ανάγκη να απελευθερωθεί η Γερμανία από τον ίδιο τον Χίτλερ και το ναζιστικό καθεστώς, η συνωμοσία αυτή σχεδίαζε να ανατρέψει την εξουσία και να επιτύχει ειρήνη με τους Συμμάχους.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’30, υπήρξαν διάφορες προσπάθειες γερμανών αξιωματικών να αποκτήσουν το θάρρος να θέσουν τέρμα στον Χίτλερ και στην επιρροή του Ναζιστικού καθεστώτος. Ωστόσο, ο Χίτλερ έγινε απροσπέλαστος και καχύποπτος. Όλες οι προηγούμενες προσπάθειες δολοφονίας ακυρώθηκαν λόγω των ξαφνικών αλλαγών στα σχέδιά του. Για να τεθεί τέλος σε αυτήν την κατάσταση, μια ομάδα ανώτερων αξιωματικών του γερμανικού στρατού αποφάσισε να αναλάβει δράση.
Το σχέδιο με την κωδική ονομασία «Βαλκυρία» είχε ως στόχο τη δολοφονία του Χίτλερ και την ανατροπή του ναζιστικού καθεστώτος. Οι συνωμότες επιδίωκαν να δημιουργήσουν μια πολιτικο-στρατιωτική κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, η οποία θα μπορούσε να διαπραγματευτεί μια ειρηνική λύση με τους Συμμάχους. Ανάμεσα στους επικεφαλής της συνωμοσίας ήταν οι αξιωματικοί Λούντβιχ Μπεκ, Χένινγκ φον Τρέσκοφ, Φρίντριχ Όλμπριχτ και πολλοί άλλοι.
Όμως, η απόπειρα αυτή απέβη ανεπιτυχής. Ο Βαλκυρία αντιπρόεδρος, Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, τοποθέτησε μια βόμβα κάτω από το τραπέζι της αίθουσας «Βόλφσχαντσε» όπου ο Χίτλερ συναντήθηκε με ανώτατους στρατιωτικούς παράγοντες. Προφασιζόμενος τηλεφώνημα, αποχώρησε για λίγα λεπτά πριν την έκρηξη. Ωστόσο, ο Χίτλερ διέσωσε με ελαφρά τραύματα, καθώς ένας αξιωματικός μετέκινησε τον χαρτοφύλακα πίσω από ένα δρύινο υποστήριγμα του τραπεζιού. Μάλιστα, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Χίτλερ συνάντησε και συνομιλησε με τον Μουσολίνι.
Οι υπόλοιποι συνωμότες δεν ήξεραν αν ο Χίτλερ είχε σκοτωθεί ή όχι, γεγονός που τους σταμάτησε από την περαιτέρω δράση. Όταν ο Στάουφενμπεργκ φτάνει κατά τύχη στο Βερολίνο, ήταν πολύ αργά. Ένας από τους συνωμότες, ο Φρίντριχ Φρομ, συνέλαβε μερικούς από αυτούς για να επιδείξει τη νομιμοφροσύνη τους, ενώ ο ίδιος ο Φρομ κρατήθηκε και εκτελέστηκε. Στις ημέρες που ακολούθησαν, η Γκεστάπο συνέλαβε τους υπόλοιπους συνωμότες, οι οποίοι βασανίστηκαν άγρια και στη συνέχεια οδηγήθηκαν μπροστά στο «Φολκσγκερίχτσχοφ» («Δικαστήριο του Λαού»), όπου καταδικάστηκαν από τον δικαστή Ρόλαντ Φράισλερ και εκτελέστηκαν με τραγικούς τρόπους.
Η Συνωμοσία της 20ης Ιουλίου ήταν μια πράξη αντίστασης απέναντι στο ναζιστικό καθεστώς, με σκοπό να απελευθερώσει τη Γερμανία από τα δεσμά του. Παρότι δεν επιφέρθηκε το επιθυμητό αποτέλεσμα, η προσπάθεια αυτή δείχνει το θάρρος και την αποφασιστικότητα ορισμένων ανθρώπων να αντισταθούν σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας.