Η νίκη του ανδρείου Κωνσταντίνου Κανάρη στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο, στις 7 Ιουνίου 1822, αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της Ελληνικής Επανάστασης.
Η προετοιμασία για αυτή την επική μονομαχία ξεκίνησε μετά την καταστροφή της Χίου στις 30 Μαρτίου 1822. Το ελληνικό ναυτικό, αντί να παραδοθεί στην απελπισία, αποφάσισε να εκδικηθεί και να επιτεθεί στον τουρκικό στόλο. Για αυτόν τον σκοπό, σχηματίστηκε μια μεγάλη αρμάδα που αποτελούνταν από 64 πλοία. Αυτά περιλάμβαναν 29 υδραϊκά πλοία υπό την ηγεσία του Ανδρέα Μιαούλη, 19 σπετσιώτικα πλοία υπό τους Αναστάσιο Ανδρούτσο και Ανδρέα Χατζηαναργύρου, καθώς και 16 ψαριανά πλοία. Τα ελληνικά πλοία συγκεντρώθηκαν στα Ψαρά στα τέλη Απριλίου και περίμεναν την ευκαιρία να επιτεθούν.
Η ευκαιρία ήρθε κατά τη διάρκεια της μεγάλης μουσουλμανικής γιορτής του ραμαζανιού, που ξεκίνησε στις 10 Μαΐου. Τότε ξεκίνησαν οι πρώτες επιθέσεις, αλλά απέτυχαν. Η απόπειρα πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας στις 18 Μαΐου απέτυχε επίσης. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, υπήρξαν επίσης εσωτερικές διαφωνίες και διαμάχες μεταξύ των ναυάρχων. Οι Αναστάσιος Ανδρούτσος και Ανδρέας Χατζηαναργύρου αποφάσισαν να αποχωρήσουν από την αρμάδα για να αποφευχθεί η ένταση μεταξύ της Υδραίας και Σπετσιανής πλευράς. Έτσι, στις 31 Μαΐου, τα δύο πληρώματα αποφάσισαν να επιστρέψουν στα εκάστοτε νησιά τους.
Ωστόσο, οι Ψαριανοί ναύαρχοι πήραν την απόφαση να επιτεθούν στον τουρκικό στόλο. Είχαν λάβει πληροφορίες ότι ο αιγυπτιακός στόλος βρισκόταν στην Κρήτη και θέλησαν να επωφεληθούν από αυτή την ευκαιρία. Ο Ανδρέας Μιαούλης, καθώς και οι άλλοι δύο υδραίοι ναύαρχοι Λάζαρος Λαλεχός και Ιωάννης Βούλγαρης, υποστήριξαν την πρόταση. Έτσι, στις 1 Ιουνίου, τα δύο πυρπολικά πλοία, ένα ψαριανό με κυβερνήτη τον Κωνσταντίνο Κανάρη και ένα υδραϊκό με κυβερνήτη τον Ανδρέα Πιπίνο, ξεκίνησαν να αναζητήσουν τον τουρκικό στόλο. Τα δύο πυρπολικά συνόδευαν τέσσερα μπρίκια που θα ανέλαβαν να διασώσουν τα πληρώματά τους μετά την πυρπόληση.
Με πολλή προσοχή, τα δύο πυρπολικά πλησίασαν τον τουρκικό στόλο στην Χίο και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουν. Η νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822 ήταν σκοτεινή και κατάλληλη για την επίθεση. Το ψαριανό πυρπολικό του Κανάρη προσορμίστηκε απαρατήρητο κοντά στον τουρκικό αντίπαλο, ένα δίκροτο με πλοίαρχο τον Μπεκίρ Μπέη. Αν και η προσπάθεια του Πιπίνου απέτυχε, ο Κανάρης κατάφερε να προσδέσει το πυρπολικό του στην τουρκική ναυαρχίδα. Οι εξαιρετικά επιδέξιοι ελιγμοί του έμπειρου πηδαλιούχου Ιωάννη Θεοφιλόπουλου ήταν αποφασιστικοί. Σε λίγο, το πλοίο ήταν στρωμμένο με φωτιές και κάηκε σαν πυροτέχνημα. Ο Καρά Αλής προσπάθησε να διαφύγει σε μια λέμβο, αλλά τραυματίστηκε θανάσιμα όταν ένα κομμάτι από το φλεγόμενο κατάρτι τον χτύπησε στο κεφάλι. Σχεδόν όλοι οι 2.000 Τούρκοι που βρίσκονταν στην ναυαρχίδα χάθηκαν.
Ο νέος τούρκος αρχηγός Μπεκίρ Μπέης δεν τόλμησε να εξαπολύσει αντεπίθεση κατά των Ψαριανών και των Σαμίων. Αντίθετα, φοβούμενος για την ασφάλειά του, εγκατέλειψε τη Χίο και κατέφυγε στον Ελλήσποντο. Ωστόσο, οι Τούρκοι της Χίου, μαθαίνοντας την θλιβερή τους μοίρα, επιδίωξαν την εκδίκηση και καταστράφηκαν τα Μαστιχοχώρια. Το κατόρθωμα του Κανάρη έδωσε έμπνευση και κουράγιο στους Έλληνες επαναστάτες και συγκίνησε βαθιά την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Χαλκογραφίες που απεικονίζουν τον Κανάρη με τη σημαία της επιθεώρησης στο χέρι κυκλοφόρησαν σε όλη την Ευρώπη, και τα χρήματα από τις πωλήσεις τους στάλθηκαν στην Ελλάδα για να ενισχύσουν τον αγώνα. Οι πληρώματα των δύο πυρπολικών επίσης τιμήθηκαν, όταν το Υπουργείο Ναυτικής πρότεινε να τους αποφορούσε και να τους χορηγήσει εκτάσεις γης. Αν και η πρόταση αυτή εγκρίθηκε από τη Βουλή, δεν υλοποιήθηκε ποτέ.