Η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε σήμερα ότι θα ξεκινήσει να προβεί σε περαιτέρω ενδιάμεσες αποζημιώσεις προς τα θύματα του σκανδάλου του μολυσμένου αίματος. Ο υπουργός Τζον Γκλεν ανέφερε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι αυτές οι πληρωμές θα πραγματοποιηθούν πριν ακόμη το πλήρες πρόγραμμα αποζημιώσεων. Το σκάνδαλο του μολυσμένου αίματος, που εκτυλίχθηκε από τη δεκαετία του ’70 έως το ’90, αποδεικνύει την ευθύνη των υπουργών, των κυβερνητικών αξιωματούχων και των εργαζομένων στις υπηρεσίες υγείας για τη ζωή που έχασαν περίπου 3.000 άτομα στη Βρετανία. Εκατομμύρια αιμορροφιλικοί και ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργικές επεμβάσεις έλαβαν μολυσμένο αίμα με ηπατίτιδα C ή HIV. Η έρευνα που διήρκεσε επτά χρόνια αποκάλυψε το σκάνδαλο και την ανεύθυνη συμπεριφορά του βρετανικού συστήματος υγείας (NHS), καθώς ενημέρωσε με καθυστέρηση τα θύματα της μόλυνσης και δεν αντέδρασε έγκαιρα με την απόσυρση του μολυσμένου αίματος. Επιπλέον, δεν περιόρισε τις εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την πηγή του μολυσμένου αίματος, ενώ δεν πραγματοποίησε επαρκείς ελέγχους στα αιμοδοτικά κέντρα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ αποκάλεσε την ημέρα της δημοσίευσης της έκθεσης “ημέρα ντροπής” για το βρετανικό κράτος και ζήτησε επίσημα συγγνώμη για την αδικία που διαπράχθηκε.
Οι ενδιάμεσες πληρωμές που θα πραγματοποιηθούν από τη βρετανική κυβέρνηση θα ανέλθουν συνολικά σε 210.000 λίρες για τους εν ζωή μολυσμένους δικαιούχους. Ταυτόχρονα, ο πρωθυπουργός Σούνακ εκφράζει τη βαθιά του λύπη και ζητά ακόμη μια φορά συγγνώμη για αυτήν τη φρικτή αδικία που προκλήθηκε από το σκάνδαλο του μολυσμένου αίματος. Είναι πλέον καθήκον του κράτους να αποκαταστήσει τα θύματα και να εξασφαλίσει ότι καμία παρόμοια κατάσταση δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον. Οι παθητικές στάσεις και οι αμέλειες που διαπράχθηκαν στο παρελθόν πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα και διαφάνεια, προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο συγκεκριμένο ιδρυματικό σύστημα υγείας. Η προσπάθεια αποζημίωσης αποτελεί μόνο ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ενώ η εξέταση και οι απαραίτητες αλλαγές στο σύστημα υγείας θα πρέπει να ακολουθήσουν.