Οι έκτακτες κοιλιακές συστολές (ΕΚΣ) είναι πρώιμες ηλεκτρικές διεγέρσεις που προκαλούνται από τις κοιλίες της καρδιάς. Αυτές οι συστολές διαταράσσουν την εύρυθμη κανονικότητα των χτύπων της καρδιάς. Μπορεί να εμφανιστούν ως μεμονωμένες συστολές ή να ακολουθούν ένα μοτίβο διδυμίας ή τριδυμίας. Επίσης, είναι δυνατόν να εμφανιστούν περισσότερες από μία ΕΚΣ στη σειρά. Η συχνότητα εμφάνισης των ΕΚΣ σε ασθενείς χωρίς γνωστή καρδιακή νόσο εκτιμάται στο 1-4%.
Οι περισσότεροι ασθενείς με ΕΚΣ δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Ωστόσο, οι συμπτωματικοί ασθενείς μπορεί να αναφέρουν αίσθημα παλμών, ζάλη, εύκολη κόπωση και δύσπνοια. Οι ΕΚΣ μπορεί να οφείλονται είτε σε καρδιακά είτε σε εξωκαρδιακά αίτια. Συχνές εξωκαρδιακές αιτίες περιλαμβάνουν το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ, τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, καθώς και εξωκαρδιακές παθήσεις όπως πνευμονοπάθειες, σύνδρομο υπνικής άπνοιας και θυρεοειδοπάθειες. Επιπλέον, πολλές καρδιαγγειακές παθήσεις μπορούν να πυροδοτήσουν ΕΚΣ, όπως η αρτηριακή υπέρταση, η ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια, η μυοκαρδίτιδα, η καρδιακή ανεπάρκεια και διάφορα είδη μυοκαρδιοπάθειας. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, οι ΕΚΣ εμφανίζονται σε ασθενείς χωρίς κάποια εμφανή αιτία, και αυτοί ονομάζονται ιδιοπαθείς.
Για τη διάγνωση των ΕΚΣ, πρέπει να γίνει έλεγχος που θα αποταμιευτεί τον κίνδυνο και θα καθορίσει τη θεραπεία των ασθενών. Αρχικά, πρέπει να γίνει βασικό ηλεκτροκαρδιογράφημα για να αναδειχθεί υποκείμενη νόσο, καθώς και η χρήση Holter 24ωρου για την ποσοτικοποίηση της αρρυθμίας. Επιπλέον, η υπερηχογραφία μπορεί να αναδείξει δομικές βλάβες. Σε περιπτώσεις υποψίας δομικής καρδιοπάθειας, μπορεί να γίνει μαγνητική τομογραφία καρδιάς. Τέλος, ο ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διαστρωμάτωση του κινδύνου.
Η θεραπεία των ασθενών πρέπει να είναι ατομική. Σε συμπτωματικούς ασθενείς, συνήθως συστήνεται φαρμακευτική αγωγή για τον έλεγχο των συμπτωμάτων. Συνηθείς επιλογές περιλαμβάνουν β-αποκλειστές και αναστολείς δίαυλων ασβεστίου όπως η βεραπαμίλη και η διλτιαζέμη. Σε περιπτώσεις ασθενών χωρίς δομική καρδιοπάθεια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν φάρμακα αντιαρρυθμικά (όπως η φλεκαΐνιδη – προπαφαΐνη). Σε περιπτώσεις υψηλού φορτίου ΕΚΣ, η επεμβατική θεραπεία με κατάλυση μπορεί να είναι απαραίτητη. Αυτή η επέμβαση εξαλείφει το έκτοπο κέντρο εντός της καρδιάς, προσφέροντας υψηλή αποτελεσματικότητα και ασφάλεια. Σε περιπτώσεις σοβαρής συμπτωματολογίας ή μυοκαρδιοπάθειας που προκαλείται από υψηλό φορτίο ΕΚΣ, ενδέχεται να απαιτηθεί άμεση αντιμετώπιση.
Συμπερασματικά, οι έκτακτες κοιλιακές συστολές μπορεί να είναι ενδείξεις αρρυθμίας του καρδιακού ρυθμού που απαιτούν προσεκτική αξιολόγηση και ενδεχομένως θεραπευτική αντιμετώπιση. Η σοβαρότητα και ο κίνδυνος των ΕΚΣ εξαρτώνται από την παρουσία και την ένταση των συμπτωμάτων. Σε κάθε περίπτωση, η επαγρύπνηση και η διερεύνηση από έμπειρο ιατρό είναι απαραίτητες για την κατάλληλη διαχείριση των ασθενών που παρουσιάζουν αυτήν την αρρυθμία.