Ο μητρικός θηλασμός αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή υγείας για τα παιδιά, αλλά η νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «PLOS ONE» αποκαλύπτει ότι έχει επίσης θετικές επιπτώσεις και στην οικονομία. Πώς μπορεί αυτό να συμβαίνει; Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο μητρικός θηλασμός μειώνει τον αριθμό των παιδικών ασθενειών και, ως εκ τούτου, μειώνει την ανάγκη για ιατρική περίθαλψη κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Ως αποτέλεσμα, αυτό οδηγεί σε οικονομικές εξοικονομήσεις για τους γονείς και το σύστημα υγείας.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στη Σκωτία και αφορούσε δεδομένα ενός μισού εκατομμυρίου βρεφών που γεννήθηκαν από το 1997 έως το 2009. Οι ερευνητές ανέλυσαν αν οι μητέρες θήλαζαν αποκλειστικά τα πρώτα 6-8 εβδομάδες και αν αντιμετώπισαν δέκα κοινές παιδικές ασθένειες κατά τη διάρκεια των πρώτων 27 μηνών ζωής τους. Συλλέχθηκαν επίσης λεπτομέρειες για εισαγωγές νοσοκομείων, επισκέψεις σε γενικούς ιατρούς και συνταγογράφηση. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι τα βρέφη που θηλάζουν αποκλειστικά έχουν λιγότερες επισκέψεις σε γιατρούς και χρειάζονται λιγότερες υπηρεσίες υγείας σε σχέση με τα βρέφη που τρέφονται με γάλα φόρμουλα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 27% των βρεφών θηλάζει αποκλειστικά, το 9% έχει μικτή διατροφή και το 64% λαμβάνει γάλα φόρμουλα κατά τις πρώτες 6-8 εβδομάδες ζωής τους. Παράλληλα, παρατηρήθηκε ότι οι χαμηλότερες ποσοστώσεις θηλασμού εμφανίζονται στις πιο φτωχές περιοχές, ενισχύοντας έτσι τις ανισότητες στην υγεία των παιδιών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Οι συγγραφείς της μελέτης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο μητρικός θηλασμός έχει σημαντικό όφελος, τόσο για την υγεία όσο και για την οικονομία. Η προώθηση της αύξησης των ποσοστών θηλασμού στις πιο φτωχές περιοχές μπορεί να συμβάλει στη μείωση των ανισοτήτων κατά τα πρώτα χρόνια ζωής των παιδιών. Επιπλέον, ο μητρικός θηλασμός αποτελεί μια έξυπνη επένδυση για την κοινωνία μας, αφού εξοικονομεί δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης και βοηθά στην οικονομική ευημερία των οικογενειών.