Την εποχή του 1821, καθώς η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον αγώνα της για ανεξαρτησία, οι Έλληνες στην Κύπρο βίωναν μία θλιβερή περίοδο διωγμών. Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι Τούρκοι λάμβαναν προληπτικά μέτρα σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου εγκαταστάθηκαν Έλληνες πληθυσμοί που δεν είχαν επαναστατήσει. Στην Κύπρο, η οποία είχε στρατηγική θέση ανάμεσα στη Μικρά Ασία και την Εγγύς Ανατολή, οι Έλληνες βρέθηκαν επίσης στο στόχαστρο.
Στο νησί κατοικούσαν περίπου 80.000 Έλληνες και 20.000 Τούρκοι. Παρόλο που οι Έλληνες δεν είχαν την πρόθεση να εξεγερθούν, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ φοβόταν την αριθμητική τους υπεροχή. Έτσι, στις 3 Μαΐου 1821, αποβιβάστηκαν στο νησί 4.000 τούρκοι στρατιώτες. Οι Έλληνες στη συνέχεια αφοπλίστηκαν, με τον μουτεσελίμη Κιουτσούκ Μεχμέτ να ετοιμάζει έναν κατάλογο με 486 επιφανείς Κυπρίους που περιλάμβανε και τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Οι διώξεις ξεκίνησαν, με τους πρόκριτους να καλούνται για διαβουλεύσεις και να παγιδεύονται και οι υπόλοιποι να συλλαμβάνονται στα σπίτια τους. Από τους 486 προγραμμένους, μόνο 16 κατάφεραν να διαφύγουν, καθώς οι υπόλοιποι βασανίστηκαν και σκοτώθηκαν.
Οι εξελίξεις πιθανόν να επιταχύνθηκαν από την κυκλοφορία επαναστατικών προκηρύξεων και την εμφάνιση ελληνικών πλοίων σε κοντινές περιοχές. Η 9η Ιουλίου 1821 ήταν μία μοιραία ημέρα για τους ηγέτες της Κύπρου, με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό να απαγχονίζεται και τους τρεις μητροπολίτες να καρατομούνται. Την επόμενη ημέρα, και για τις επόμενες μέρες, οι υπόλοιποι του καταλόγου αποκεφαλίστηκαν, εκτός από 36 που αλλαξοπίστησαν. Τα δεινά που υπέστησαν οι Έλληνες στην Κύπρο είναι μία ανείπωτη τραγωδία στην ιστορία τους.
Χρόνια αργότερα, ο Βασίλης Μιχαηλίδης, εθνικός ποιητής της Κύπρου, αφιέρωσε το επικό ποίημα του, “Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου”, σε αυτά τα τραγικά γεγονότα της ιστορίας του νησιού. Μέσα από το ποίημα, αναδεικνύεται η ενοχλητική πραγματικότητα των γεγονότων που συνέβησαν τότε και η ανάγκη για αναμνηστική αναφορά σε αυτά, προκειμένου να μην ξεχαστούν ποτέ.