Είναι κοινό φαινόμενο να διψάμε κατά τη διάρκεια της ημέρας και να καταναλώνουμε πολλά υγρά για να καλύψουμε την ανάγκη μας. Όμως, η υπερβολική δίψα μπορεί να κρύβει κινδύνους πέραν της απλής δίψας. Μια σπάνια ορμονική ανεπάρκεια που ονομάζεται σύνδρομο πολυουρίας-πολυδιψίας μπορεί να είναι η αιτία για αυτήν την υπερβολική δίψα. Και ενώ μπορεί να προκληθεί είτε από συνήθεια είτε να συνοδεύει ψυχολογική ασθένεια, η ανεπάρκεια αγγειοπιεστίνης μπορεί να είναι η ρίζα του προβλήματος.
Η αγγειοπιεστίνη είναι μία ορμόνη που απελευθερώνεται από την υπόφυση και ρυθμίζει την περιεκτικότητα του σώματος σε νερό και αλάτι. Αυτοί που πάσχουν από ανεπάρκεια αγγειοπιεστίνης δεν μπορούν να κρατήσουν τα ούρα τους, καθώς αποβάλλουν μεγάλες ποσότητες υγρών και αισθάνονται έντονη δίψα. Είναι σημαντικό να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην “ακίνδυνη” υπερβολική κατανάλωση υγρών και την ανεπάρκεια αγγειοπιεστίνης. Στην πρώτη περίπτωση, μπορούν να εφαρμοστούν θεραπευτικές παρεμβάσεις για να μειωθεί η κατανάλωση υγρών. Στην περίπτωση της ανεπάρκειας αγγειοπιεστίνης, χορηγείται η ορμόνη αυτή. Ωστόσο, λάθος θεραπεία με αγγειοπιεστίνη μπορεί να οδηγήσει σε δηλητηρίαση από υπερβολική κατανάλωση υγρών, με απειλητικές συνέπειες για τη ζωή.
Οι επιστήμονες επιδιώκουν να βρουν τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για τη διάγνωση αυτής της κατάστασης. Μεταξύ των μεθόδων που εξετάζονται, μία που έχει αποδειχθεί πολύ αξιόπιστη είναι η δοκιμασία που ενεργοποιεί την απελευθέρωση αγγειοπιεστίνης με μία έγχυση αλατιού υψηλής συγκέντρωσης. Ωστόσο, η συνεχής παρακολούθηση, περιλαμβανομένης μετρήσεων των επιπέδων αλατιού στο αίμα των ασθενών κάθε μισή ώρα, είναι απαραίτητη λόγω της αύξησης της συγκέντρωσης αλατιού. Μια απλοποιημένη και πιο εφικτή μέθοδος διάγνωσης χρησιμοποιεί μία έγχυση αργινίνης. Η αργινίνη, ένα απαραίτητο αμινοξύ, ενεργοποιεί επίσης την απελευθέρωση αγγειοπιεστίνης και έχει αποδειχθεί ότι παρέχει αξιόπιστη διάγνωση.
Μέσω μιας μελέτης που περιλάμβανε 158 άτομα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η έγχυση αλατιού οδηγεί σε σωστή διάγνωση πάνω από το 95% των ασθενών, ενώ η δοκιμασία με έγχυση αργινίνης οδηγεί μόνο σε σωστή διάγνωση σε ποσοστό λίγο κάτω του 75% των περιπτώσεων. Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, οι επιστήμονες συνιστούν τη δοκιμασία έγχυσης αλατιού ως την πιο αξιόπιστη μέθοδο για τη διάκριση ανάμεσα στην πολυδιψία και την ανεπάρκεια αγγειοπιεστίνης.